Τα αίτια της κρίσης : μια μακροοικονομική προσέγγιση

Η κρίση που μαστίζει της αγορές με αποκορύφωμα τις εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων αποτελεί αντικείμενο δεκάδων, συχνά αντικρουόμενων, αναλύσεων.

Για τους νεοφιλελεύθερους το πρόβλημα είναι ο κρατισμός (!) και η ανεπαρκής απελευθέρωση των αγορών. Για τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους φταίει η απληστία και η ανηθικότητα κάποιων χρηματιστών, έτσι γενικά.

Σπάνιες είναι οι προσεγγίσεις που βασίζονται σε μια μακροοικονομική ανάλυση των αντικειμενικών συνθηκών που οδήγησαν την παγκόσμια οικονομία στη σημερινή κατάσταση. Προσωπικά, έχω προσπαθήσει σε παλαιότερο κείμενο να εξηγήσω τον μηχανισμό των subprime που αποτέλεσε την αφορμή για το ντόμινο των εξελίξεων που ακολούθησαν. Όμως, έστω κι αν η ευθύνη των κερδοσκόπων στην παρούσα φάση είναι βαρύνουσα, τα πραγματικά αίτια της κρίσης είναι πολύ βαθύτερα.

Η θεωρία της ρύθμισης και η κρίση

Για να δοθεί μια επαρκής απάντηση είναι απαραίτητο να ανατρέξει κανείς στην οικονομική θεωρία και στην ιστορία. Στα μέσα της δεκαετίας του 70, μετά από μια μακρά περίοδο συνεχούς ανάπτυξης των δυτικών οικονομιών, επήλθε μια επίσης σκληρή οικονομική κρίση. Στην προσπάθεια τους να εξηγήσουν αυτό το φαινόμενο μέσω μιας μακροοικονομικής προσέγγισης σημαντικοί οικονομολόγοι, κυρίως από τη Γαλλία (Michel Aglietta, Robert Boyer, Alain Lipietz), συγκρότησαν την θεωρία της ρύθμισης (régulation).

Η βασική αρχή αυτής της θεωρίας είναι ότι σε κάθε ιστορική περίοδο αντιστοιχεί ένα καθεστώς συσσώρευσης πλούτου (régime d’accumulation) που επιτρέπει την αύξηση της παραγωγικότητας αλλά και ένα σύστημα ρύθμισης (mode de régulation) που εγκαθιστά τις απαραίτητες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες για την εύρυθμη λειτουργία του πρώτου.

Το σύστημα ρύθμισης αποτελείται από κωδικοποιημένες πρακτικές που συνδέουν τους παραγωγικούς φορείς μεταξύ τους και καταλήγουν σε ένα γενικότερο πλαίσιο συμβιβασμού μεταξύ κοινωνικών τάξεων σε ότι αφορά τον τρόπο διαμοιρασμού του παραγόμενου πλούτου.

Από τις αρχές τις δεκαετίας του 50 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70 η μαζική εκβιομηχάνιση της παραγωγής στη βάση ορθολογιστικών κριτηρίων (φορντισμός) επέτρεψε την συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας και την ανάλογη συσσώρευση πλούτου. Το σύστημα ρύθμισης εκείνης της περιόδου, παράλληλα με τον πλουτισμό των κατόχων κεφαλαίου, επέτρεψε και την πραγματική αύξηση εισοδήματος για τους εργαζόμενους.

Μέσω των συχνών αυξήσεων μισθών, αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ συνδικάτων και επιχειρηματιών, των συλλογικών συμβάσεων, του συστήματος συνταξιοδότησης και του κοινωνικού κράτους η αγοραστική δύναμη αυξήθηκε παράλληλα με την παραγωγικότητα. Έτσι οι εργαζόμενοι μπόρεσαν για πρώτη φορά να συμμετάσχουν στην μαζική κατανάλωση.

Σαν αποτέλεσμα επήλθε η συνεχής ενδυνάμωση της ζήτησης και ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης των δυτικών οικονομιών για πάνω από είκοσι συνεχόμενα χρόνια. Όμως στα μέσα της δεκαετίας του 70 η παραγωγικότητα της εργασίας άρχισε να φθίνει. Το πετρελαϊκό σοκ του 1974 δεν άργησε να μετατραπεί σε γενικευμένη οικονομική κρίση που σημάδεψε την επερχόμενη δεκαετία.

Η κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους

Τα χρόνια που ακολούθησαν αποτέλεσαν μια περίοδο κατεδάφισης του συστήματος ρύθμισης της χρυσής τριακονταετίας από τις κυβερνήσεις Reagan και Thatcher : μετωπική σύγκρουση με τα συνδικάτα που οδήγησε στην αποδυνάμωση τους, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση των αγορών και του χρηματιστηρίου, ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας.

Όταν πια η παραγωγικότητα άρχισε πάλι να αυξάνεται στα μέσα της δεκαετίας του 90, με την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στο παραγωγικό σύστημα, οι προϋπάρχοντες μηχανισμοί διαμοιρασμού του πλούτου ήταν ήδη ετοιμοθάνατοι. Το τελειωτικό χτύπημα επήλθε από τις κυβερνήσεις Clinton και Blair σε ΗΠΑ και Βρετανία αντίστοιχα, αλλά και σε ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες, με την προτροπή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υιοθέτησαν το μοντέλο του άκρατου νεοφιλελευθερισμού.

Στις αρχές του 21ου αιώνα το νέο καθεστώς συσσώρευσης είχε πια σταθεροποιηθεί. Η γενίκευση του βασίστηκε στο ολιγοπώλιο των πολυεθνικών και την χρηματιστηριακή κερδοσκοπία. Ταυτόχρονα, οι καπιταλιστές νέας κοπής αποδείχθηκαν πολύ πιο άπληστοι από τους πατερναλιστές προκάτοχους τους των προηγούμενων δεκαετιών. Η νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων δεν είχε προβλέψει το μοίρασμα του συσσωρευμένου πλούτου μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Έτσι η αξία της τελευταίας έπεσε σε τέλμα παρόλη την πρόοδο της παραγωγικότητας.

Η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων

Όπως δείχνει έρευνα του πανεπιστημίου του Berkeley, οι μισθοί στις ΗΠΑ έμειναν σχεδόν στάσιμοι μεταξύ 2000 και 2007. Ταυτόχρονα το κόστος της υγείας (+68%) και της παιδείας (+46%) εκτοξεύθηκε στα ύψη. Το ποσοστό του συνόλου του πληθυσμού χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στην ίδια περίοδο ανέβηκε από το 13,9% στο 15,6%.

Μεταξύ 2000 και 2006 τα τρία τέταρτα του ρυθμού ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομία κατέληξαν στις τσέπες του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού. Αυτό το κομμάτι των Αμερικάνων είδε το εισόδημα τους να αυξάνεται με ρυθμό 11% ενώ ο μέσος όρος αύξησης ήταν το 0,9% την ίδια περίοδο. Ενώ το 1970 το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών κέρδιζε το 5% του συνόλου των μισθών, το 2007 το ποσοστό αυτό έφτασε το 12%.

Μια ανάλογη εικόνα είχαμε βέβαια και στην Ελλάδα όπως και στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών. Με την απειλή της μεταφοράς της βιομηχανικής δραστηριότητας σε χώρες με χαμηλό κόστος εργασίας, οι μισθοί συμπιέστηκαν και η πραγματική αγοραστική δύναμη μειώθηκε.

Όποιο κριτήριο και αν εξετασθεί είναι προφανές ότι στη νέα πραγματικότητα ο διαμοιρασμός του πλούτου ευνοεί με πρωτοφανή τρόπο το κεφάλαιο σε βάρος της εργασίας. Ταυτόχρονα όμως, η διαιώνιση του συστήματος απαιτεί υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, κάτι που εξαρτάται από την οικονομική δραστηριότητα και άρα από τη ζήτηση.

Πως μπορεί όμως η αγορά να εξασφαλίσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης συμπιέζοντας ταυτόχρονα τους μισθούς και τις κοινωνικές απολαβές;

Η λύση που βρέθηκε ήταν ο δανεισμός. Οι αυξήσεις μισθών και το κοινωνικό κράτος αντικαταστάθηκαν από την πλασματική αγοραστική δύναμη των δανείων. Η επιλογή αυτή ενέπλεξε το σύνολο του αμερικανικού κατεστημένου, με πρώτη την πολιτική εξουσία.

Οι διαδοχικές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις τις τελευταίες τρεις δεκαετίες μειώνουν σταθερά την φορολογία του κεφαλαίου ενώ ταυτόχρονα απορυθμίζουν την χρηματιστική αγορά.

Από την πλευρά της η Fed από το 2001 και μετά κράτησε εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια ευνοώντας έτσι τον δανεισμό. Οι ενδιάμεσοι παραπλάνησαν εκατομμύρια φτωχά νοικοκυριά στο να κάνουν υποθήκες με την φρούδα ελπίδα απόκτησης ιδιόκτητης στέγης. Οι τράπεζες με τη σειρά τους χορήγησαν αφειδώς δάνεια χωρίς να ελέγξουν, όπως όφειλαν, την δυνατότητα των δανειοληπτών να ξεπληρώσουν. Τέλος, η Wall Street επέτρεψε την μετοχοποίηση αυτών των χρεών και την μεταπώληση τους στις διεθνής αγορές με τα γνωστά αποτελέσματα.

Αντίθετα από ότι λέγεται συχνά, η παρούσα κρίση δεν είναι μόνο χρηματιστηριακή. Μέσω πολλαπλών διόδων το πρόβλημα μεταφέρεται στην πραγματική οικονομία. Η τραπεζική αγορά βρίσκεται σε φάση “κατάψυξης”. Οι τράπεζες δεν δανείζουν χρήματα η μία στην άλλη φοβούμενες τυχόν δυσάρεστες εκπλήξεις.

Η παγκόσμια αγορά διέρχεται κρίση ρευστότητας με αποτέλεσμα οι δυσκολίες για τις επιχειρήσεις να πολλαπλασιάζονται. Ταυτόχρονα, η κρίση και η μείωση της δανειοδότησης κάνει τους καταναλωτές πιο συντηρητικούς. Η μείωση της ζήτησης επηρεάζει αρνητικά τους ρυθμούς ανάπτυξης. Η ανεργία έχει ήδη αρχίζει να αυξάνεται σε ΗΠΑ και Ευρώπη όπου καταστρέφονται χιλιάδες θέσεις εργασίας. Το μέλλον δείχνει αβέβαιο.

Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι η παρούσα κρίση δεν οφείλεται απλά στην απληστία κάποιων χρηματιστών, ούτε μόνο στην έλλειψη κανόνων στην αγορά των δανείων. Πρόκειται για μια πραγματική κρίση αξιών του καπιταλισμού και είναι το αποτέλεσμα της συστηματικής απαξίωσης της εργασίας προς όφελος του κεφαλαίου.

Η εκ νέου εξισορρόπηση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με χρηματιστικά μέτρα. Απαιτείται ριζική αναθεώρηση του ιδεολογικού και πολιτικού οικοδομήματος του νεοφιλελευθερισμού που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες.

7 thoughts on “Τα αίτια της κρίσης : μια μακροοικονομική προσέγγιση

  1. Εξαιρετικό κείμενο! Τίποτα δεν είναι απλό και εφήμερο, ούτε αναλύονται σωρευμένες οικονομικές εξελίξεις δεκαετιών, σε συζητήσεις ενός 5λέπτου. Συνδέονται όλα. Αλλά κυρίως η συσσώρευση και διαχείριση του πλούτου. Και ο ρόλος της εργασίας φυσικά. Χρειάζονται όλα αναθεώρηση εκ βάθρων.

  2. gpapoul, σε ευχαριστώ για το σχόλιο σου. Το πρόβλημα είναι ότι η αναθεώρηση εκ βάθρων στην οποία αναφέρεσαι είναι πολιτικό ζητούμενο. Κανείς δεν θα μας τη προσφέρει στο πιάτο. Πρέπει να τη διεκδικήσουμε.

  3. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση φίλτατε και όντως εντυπωσιακό blog, αν και έχω μια σειρά από επιμέρους διαφωνίες. Δεν είμαι για παράδειγμα βέβαιος κατά πόσο έχει νόημα να ξεχωρίζουμε σαφώς βάση και εποικοδόμημα, τουλάχιστον στην παρούσα οικονομική συγκυρία. Επίσης, ενδιαφέρον έχει πιστεύω η απολεσθείσα πια ικανότητα του καπιταλισμού να βρίσκει χωρικές λύσεις (spatial fix των μαρξιστών γεωγράφων – βλ. Harvey, Smith, Massey, Lefebvre) και μέσα από την επέκτασή του να αίρει εν μέρει τις αντιφάσεις του.

  4. Αγαπητέ gnome, καταρχάς σε ευχαριστώ για τον ενδιαφέρον σχόλιο σου.

    Σχετικά με την πρώτη σου παρατήρηση το εξής: έστω κι αν η θεωρία της ρύθμισης έχει σαφώς μαρξική βάση, κυρίως σε ότι αφορά το κεντρική αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας,ωστόσο οι έννοιες του καθεστώτος συσσώρευσης και του συστήματος ρύθμισης δεν αντιστοιχούν στη βάση και το εποικοδόμημα.

    Τα πρώτα είναι εργαλεία της οικονομικής θεωρίας όταν οι δεύτερες αποτελούν φιλοσοφικές και πολιτικές έννοιες.

    Όπως όμως σωστά αναφέρεις ο διαχωρισμός καθεστώτος συσσώρευσης και συστήματος ρύθμισης, όπως αυτός βάσης και εποικοδομήματος, δεν είναι θεμιτός αφού το ένα προϋποθέτει το άλλο.

    Από εκεί απορρέει και η φάση τη κρίσης. Πρόκειται για ρήξη μεταξύ ενός δεδομένου καθεστώτος συσσώρευσης και του συστήματος ρύθμισης που του αναλογεί πριν την ανάδυση μιας νέας ισορροπίας.

    Σε ότι αφορά την απολεσθείσα, όπως λες, ικανότητα του καπιταλισμού να να παράγει spatio-temporal fix ως λύση στο πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό.

    Χαρακτηριστικό παράδειγμα η στρατηγική εταιρειών όπως η Adidas που μεταφέρουν την παραγωγη τους από την Κίνα, όπου μεγαλώνουν οι εργατικές και καταναλωτικές διεκδικήσεις, σε πιο ανταγωνιστικές χώρες όπως το Βιετνάμ, το Λάος και η Καμπότζη.

  5. Όπως το θέτεις πολύ σωστά, το κέντρο της κρίσης είναι η μείωση της οικονομικής δυνατότητας του πληθυσμού και ο ταυτόχρονος υπερδανεισμός.

    Κανείς βέβαια δεν αναφέρεται σε αυτή την αιτία. Τα πάντα επικεντρώνονται γύρω από τις τράπεζες και τη διάσωσή τους, διογκώνοντας το πρόβλημα. Για τη μείωση της αγοραστικής δύναμης και των εσόδων των μεσαίων τάξεων σε πολλά κράτη ούτε λόγος.

    Αυτός τελικά είναι ο λόγος της ύφεσης, λόγος που θα κλονίσει συθέμελα το οικονομικό μοντέλο. Και σίγουρα στο φορντισμό δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσουμε.

  6. φίλε inlovewithlife έχεις δίκιο.

    Στον φορντισμό δεν πρόκειται να γυρίσουμε. Είναι όμως επείγον να ανατραπεί η κυριαρχία του κεφαλαίου στη διανομή του παραγόμενου πλούτου εις βάρος της εργασίας.

    Αν αυτό δεν γίνει με πολιτικούς όρους και σχετικά γρήγορα ίσως οι εξελίξεις να είναι δραματικές…

  7. φίλε inlovewithlife έχεις δίκιο.

    Στον φορντισμό δεν πρόκειται να γυρίσουμε. Είναι όμως επείγον να ανατραπεί η κυριαρχία του κεφαλαίου στη διανομή του παραγόμενου πλούτου εις βάρος της εργασίας.

    Αν αυτό δεν γίνει με πολιτικούς όρους και σχετικά γρήγορα ίσως οι εξελίξεις να είναι δραματικές…

Leave a Reply to Νίκος Σμυρναίος Cancel reply

Your email address will not be published.