Μεταλλαγές στη βιομηχανία της επικοινωνίας 4

Η ανάπτυξη του διαδικτύου και η μαζική χρήση του από όλο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα τείνουν να αποτελέσουν μία τις σημαντικότερες αλλαγές στο επικοινωνιακό σύστημα των τελευταίων δεκαετιών. Αυτό γιατί, εκ πρώτης όψεως, το ίντερνετ αποτελεί έναν ιδανικό φορέα διακίνησης και προσφοράς πληροφοριών, προϊόντων και πολιτισμικών υπηρεσιών. Όμως την ίδια στιγμή το διαδικτυακό οικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από υψηλό ανταγωνισμό αλλά και τεχνολογικες παραμέτρους εντελώς διαφορετικές από αυτές των παραδοσιακών αγορών.

Σε ό,τι αφορά τον τομέα της μουσικής μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 90 το διαδίκτυο παρουσιαζόταν από το επιχειρηματικό δόγμα της εποχής ως το νέο ελντοράντο. Αυτό γιατί το κόστος διανομής της μουσικής σε άϋλη μορφή μέσω των δίκτυων τηλεπικοινωνιών είναι εξαιρετικά χαμηλό σε σχέση με τη διανομή υλικών προϊόντων όπως τα CD. Το χαρακτηριστικό αυτό προσφέρει θεωρητικά την δυνατότητα στις δισκογραφικές εταιρείες, και δη στις πιο ισχυρές από αυτές όπως οι αμερικάνικες majors, να αγγίξουν απευθείας το ευρύ κοινό μέσω των δικών τους ιδιόκτητων συστημάτων πώλησης μουσικής. Κατ’αυτό τον τρόπο μπορούν να χειραφετηθούν απο τους παραδοσιακούς μεσάζοντες σε αυτή την αγορά όπως οι διανομείς και τα δισκοπωλεία που απορροφούν ένα ποσοστό των κερδών. Όμως η διακίνηση μουσικού περιεχόμενου δεν γίνεται πιο εύκολη μόνο για τις δισκογραφικές εταιρείες αλλά και για κάθε άτομο που διαθέτει έναν υπολογιστή συνδεδεμένο στο ίντερνετ. Σε πρώτη φάση οι χαμηλές ταχύτητες και ο σχετικά μεγάλος όγκος πληροφοριών που εμπεριέχονται σε ένα κομμάτι μουσικής έκαναν την ανταλλαγή αρχείων δύσκολη. Όμως η τελειοποίηση του αλγόριθμου σύμπτυξης ηχητικών αρχείων MPEG Audio Layer III (mp3) στα μέσα της δεκαετίας του 90 άνοιξε την πόρτα σε πρακτικές μαζικής ανταλλαγής μουσικού περιεχομένου έξω από κάθε εμπορικό πλαίσιο.

Η αρχή έγινε με το πασίγνωστο Napster που δημιούργησε στο εφηβικό του δωμάτιο ο Shawn Fanning και το οποίο σε λίγους μήνες, το Σεπτέμβριο του 2000, έφτασε να διακινεί 1,4 δισεκατομμύρια αρχεία. Η ευκαιρία για τις πολυεθνικές της δισκογραφίας να πάρουν την πρωτοβουλία στο διαδίκτυο είχε χαθεί…Η ιδέα του Fanning αποτέλεσε τη βάση για όλα τα συστήματα ανταλλαγής αρχείων στη βάση ισοτιμίας (peer to peer). Μέσω ενός προγράμματος p2p κάθε υπολογιστής που συμμετέχει στο δίκτυο ανταλλαγής είναι ταυτόχρονα client και server αφού κατεβάζει αρχεία στον σκληρό δίσκο του ενώ την ίδια στιγμή τροφοδοτεί άλλους συμμετέχοντες. Το Napster δεν ήταν αρκετά αποκεντρωμένο και οι κατάλογοι των τραγουδιών βρίσκονταν αποθηκευμένοι σε λίγους κεντρικούς servers κάτι που επέτρεψε στις majors να καταφέρουν σχετικά γρήγορα να κλείσουν το δίκτυο. Τελικά μία απο αυτές η BMG που ανήκει στις πολυεθνικές Bertelsmann και Sony εξαγόρασε την υπηρεσία η οποία πουλάει πλεόν νόμιμα αρχεία. Όμως η αρχή είχε γίνει και τα προγράμματα p2p άρχισαν να φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια : KaZaA, Shareaza, eMule, Soulseek, Overnet, Bearshare, Limewire… Τα τελευταία χρόνια διαδίδεται επίσης η χρήση συστημάτων torrent (Morpheus, U Torrent, BitTorrent), η αρχιτεκτονική των οποίων είναι εντελώς αποκεντρωμένη και προσαρμοσμένη στη διανομή των πιο δημοφιλών αρχείων

Έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο αριθμός χρηστών του p2p αυξάνεται κατακόρυφα και οι πωλήσεις δίσκων μειώνονται όπως φάινεται και στα στοιχεία της Recording Industry Association of America.

Η βιομηχανία του δίσκου χρησιμοποίησε όλα τα μέτρα πίεσης για να καταφέρει να περάσει τις θέσεις της στην ισχύουσα νομοθεσία. Έτσι, το Digital Millennium Copyright Act (DMCA) που ψηφίστηκε στις ΗΠΑ όπως και η κοινοτική οδηγία European Union Copyright Directive (EUCD) περιλαμβάνουν μέτρα καταστολής όχι μόνο για τους χρήστες δικτύων p2p αλλά και για τους προγραμματιστές που δημιουργούν τέτοια εργαλεία. Ένα απο τα άρθρα του σχετικού γαλλικού νόμου Droit dauteur et droits voisins dans la société de linformation (DADVSI) ονομάστηκε κοροϊδευτικά «άρθρο Universal » από τον Τύπο αφού λέγεται οτι γράφτηκε στα γραφεία της εταιρείας και εισάχθηκε αυτούσιο στο σχεδιο νόμου.

Η ουσία του όλου εγχειρήματος είναι η αποκατάσταση με τεχνητό τρόπο του συναγωνιστικού χαρακτήρα της μουσικής ως προϊόν. Αυτό σημαίνει ότι το CD, που είνα υλικό αντικείμενο, αποτελεί ένα αγαθό του οποίου η χρήση περιορίζεται στο κοινωνικό κύκλο του ιδιοκτήτη και δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο πολλαπλής μαζικής χρήσης. Αντίθετα ένα αρχείο αποτελούμενο απο αλληλουχίες 0 και 1, όπως ένα τραγούδι σε μορφή mp3, από τη στιγμή που θα διατεθεί στο διαδίκτυο μπορεί να διανεμηθεί μαζικά και άρα να επέλθει στην κυριότητα απεριόριστου αριθμού χρηστών με μηδενικό κόστος. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί αυτό είναι η επιβολή των DRM (Digital Rights Management mesures) από τη δισκογραφική βιομηχανία, δηλαδή συστημάτων που εμποδίζουν την ψηφιοποίηση της μουσικής που εμπεριέχεται στα εμπορικά CD. Τα DRM παρουσιάζουν βέβαια πολλά προβλήματα για τον χρήστη όπως η μη συμβατότητα μεταξύ διαφορετικών μέσων ανάγνωσης των δίσκων (στερεοφωνικό ή υπολογιστής) αλλά και η περιορισμένη διάρκεια ζωής του CD.

Με λίγα λόγια τα DRM αποτελούν οπισθοδρόμηση και καταφανή παραγνωριση των πλεονεκτημάτων του διαδικτύου για τον χρήστη πολιτιστικών αγαθών. Ο μόνος τους ρόλος είναι να εξασφαλίσουν εισοδήματα για το ολιγοπώλιο της δισκογραφίας και μαζί με αυτά τον πλήρη έλεγχο της διανομής της μουσικής, που λόγω της φύσης της δεν αποτελεί μόνο εμπορικό προϊόν αλλά και κοινωνικό αγαθό που χρειάζεταi ποικιλομορφία.

Το lobby της δισκογραφίας προσπαθεί να πείσει το ευρύ κοινό ότι το να ανταλλάσεις μουσική στο ίντερνετ είναι έγκλημα που σκοτώνει τη δημιουργία. Αυτό που δεν λένε οι εκπρόσωποι της είναι ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες πληρώνονται από 5 μέχρι 10% των κερδών που αποφέρουν οι πωλήσεις των δίσκων τους. Επίσης κανείς δεν εξηγεί γιατί οι τιμές των CD είναι τόσο υψηλές ούτε γιατί οι μεγάλες εταιρείες προτιμούν να εκδίδουν τους ίδιους και τους ίδιους δίσκους με εμπορική μουσική γεμάτη κλισέ και επαναληπτικά ρεφρέν χωρίς να δίνουν ευκαιρίες σε νέους καλλιτέχνες με πρωτότυπες μουσικές προτάσεις.

Η συνέχεια σε λίγο…

Leave a Reply

Your email address will not be published.