Ο Μακρόν και το αδιέξοδο του «ακραίου Κέντρου»


Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στο τέυχος της 17ης Αυγούστου 2020

Το ακραίο ή ριζοσπαστικό Κέντρο αποτελεί μια παράδοξη, εκ πρώτης όψεως, πολιτική έννοια που όμως σήμερα παίζει σημαντικό ρόλο στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Ορίζεται ως η εφαρμογή πολιτικών «κοινής λογικής» και «χρηστής διαχείρισης» μέσω τεχνοκρατικών μεθόδων χωρίς «ιδεολογικές αγκυλώσεις» και βασίζεται στην πεποίθηση ότι οι ρηξικέλευθες «μεταρρυθμίσεις» είναι αναγκαίες για την προσαρμογή της κοινωνίας και της οικονομίας στη νέα πραγματικότητα (1). Σε αντίθεση με τον κλασικό νεοφιλελευθερισμό, το ακραίο Κέντρο δεν απορρίπτει τον κυβερνητικό παρεμβατισμό στην οικονομία, ούτε το κοινωνικό κράτος ως μέσα άσκησης πολιτικής, αλλά τα θέτει στην υπηρεσία της αγοράς.

Ο ακραιοκεντρισμός (radical centrism) αποτελεί πλέον την κυρίαρχη ιδεολογία στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτό συμβαίνει λόγω της κατάρρευσης του παραδοσιακού δικομματισμού και της ανικανότητας του τελευταίου να διαχειριστεί τη νέα συνθήκη μέσω της εναλλαγής στην εξουσία της συντηρητικής-νεοφιλελεύθερης Δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας, όπως συνέβαινε από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και μέχρι την κρίση του 2008.

Η αποδυνάμωση ενός ή και των δύο παραδοσιακών πόλων σε μια σειρά χωρών (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία, Ελλάδα κ.λπ.) αναδιαμόρφωσε το πολιτικό πεδίο τα τελευταία χρόνια και οδήγησε στην παλινόρθωση της εθνικιστικής και ρατσιστικής Δεξιάς αλλά και στην ανάδυση μιας ισχυρής ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Οι πολιτικοί σχηματισμοί που ενσαρκώνουν το ακραίο Κέντρο είναι αποτέλεσμα της σύμπτυξης των παραδοσιακών πόλων εξουσίας και αποτελούν την απάντηση στην εμφάνιση δυνάμεων που αμφισβητούν την καθεστηκυία τάξη από τα αριστερά και τα δεξιά, οι οποίες και χαρακτηρίζονται συλλήβδην «λαϊκιστικές».

Ενας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του ακραίου Κέντρου είναι ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν. Πρώην υπουργός κυβέρνησης σοσιαλδημοκρατών, δημιούργησε το προσωποκεντρικό κόμμα En Marche! (Εν κινήσει), βασιζόμενος σε ένα συνονθύλευμα στελεχών προερχόμενων από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, τη Δεξιά και το Κέντρο.

Επωφελούμενος στο έπακρο από την πολιτική συγκυρία και βασιζόμενος σε ισχυρά δίκτυα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας κατάφερε να εκλεχθεί στο ύπατο αξίωμα της χώρας όντας ιδιαίτερα νέος, με πολύ σύντομη καριέρα ως επαγγελματίας πολιτικός και χωρίς να στηρίζεται από κανένα παραδοσιακό κόμμα.

Τρεις ήταν οι βασικοί ακραιοκεντρικοί ρητορικοί μηχανισμοί που συντέλεσαν σε αυτό. Ο πρώτος είναι η αντιπαράθεση του «παλιού» με το «νέο». Ο Μακρόν εκμεταλλεύτηκε την απόρριψη του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος και τη θέληση της πλειοψηφίας των Γάλλων για ανανέωση.

Το βασικό εργαλείο αυτού του «εκσυγχρονιστικού» εγχειρήματος είναι η χρήση προηγμένων τεχνικών πολιτικής επικοινωνίας και η εισαγωγή νέων πρακτικών στη δημόσια διοίκηση και την κυβέρνηση από μάνατζερ και συμβούλους που κινούνται μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με ταυτόχρονη περιθωριοποίηση δημόσιων υπαλλήλων και εκλεγμένων αντιπροσώπων.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο βασικός φορέας εξουσίας στη χώρα είναι η προεδρία και μια μικρή ομάδα μη εκλεγμένων συμβούλων και τεχνοκρατών που αποτελούν τους βασικούς συνεργάτες του Μακρόν.

Ο δεύτερος μηχανισμός είναι η υιοθέτηση μιας θετικής κενολογίας περί «Γαλλίας που κερδίζει» ως αντίβαρου στην «καταστροφολογία» και την «ανέξοδη κριτική» (λαϊκισμός) της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της άκρας Δεξιάς. Τα στελέχη του κόμματος του Μακρόν, αντιγράφοντας τον αρχηγό, διανθίζουν συστηματικά τον λόγο τους με αγγλικισμούς και δάνεια από τη νόβλανγκ της Σίλικον Βάλεϊ και το μάρκετινγκ.

Ο τρίτος ρητορικός μηχανισμός βασίζεται στο χρονικό επίρρημα «ταυτόχρονα» (en même temps) το οποίο, υποτίθεται, συμβολίζει την υπερκέραση της αντιπαράθεσης Αριστερά-Δεξιά και αποτελεί μια «προοδευτική» αλλά ταυτόχρονα «ρεαλιστική» προσέγγιση των προβλημάτων. Για παράδειγμα: «Η Ε.Ε. σέβεται τις ανθρωπιστικές αρχές του ασύλου αλλά, ταυτόχρονα, πρέπει να θέσει αυστηρούς όρους για την παροχή του».

Μέσω αυτών των ρητορικών μηχανισμών, οι οποίοι υιοθετήθηκαν άκριτα από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, ο Μακρόν κατάφερε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως το κύριο ανάχωμα στην άνοδο της Μαρίν Λεπέν, η οποία με τη σειρά της τον χρησιμοποιεί ως σύμβολο της κοσμοπολίτικης παγκοσμιοποιημένης ελίτ την οποία συνεχώς καταγγέλλει.

Το δίπολο που συνθέτει με τη Λεπέν, αλλά και η επιθετική ρητορική του έναντι σε άλλους ακροδεξιούς ηγέτες, όπως ο Σαλβίνι και ο Μπολσονάρο, επιτρέπουν στον Μακρόν να έχει μια θετική εικόνα προοδευτικού και δημοκράτη στο εξωτερικό.

Στο εσωτερικό της χώρας όμως ο εμβληματικός εκπρόσωπος του ακραίου Κέντρου δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο. Μια σειρά σκανδάλων που ταλανίζουν την κυβέρνηση αλλά και η αντιμετώπιση του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων» αναδεικνύουν τον πραγματικό στόχο του Μακρόν που μπορεί να συνοψιστεί στην περίφημη ρήση από τον Γατόπαρδο: «Αν θέλουμε να μην αλλάξει τίποτα, όλα πρέπει να αλλάξουν».

Με άλλα λόγια, κάτω από τη ρητορική περί ανανέωσης και υπερκερασμού των παλιών και ξεπερασμένων αντιθέσεων κρύβεται η θέληση για τη διατήρηση στο ακέραιο των υπαρχόντων μηχανισμών εξουσίας στο νέο ασταθές περιβάλλον του 21ου αιώνα.

Οπως και οι προκάτοχοί τους στη γαλλική Δημοκρατία, υπουργοί και συνεργάτες του Μακρόν, αλλά και ο ίδιος, καταχρώνται αποδεδειγμένα εξουσίες και δημόσιους πόρους για προσωπικό όφελος. Τελευταίο παράδειγμα ο υπό παραίτηση υπουργός Περιβάλλοντος Φρανσουά ντε Ρουζί, ο οποίος κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης οργάνωσε με τη σύζυγό του δεκάδες πλουσιοπάροχα δείπνα, με αστακούς και ακριβά κρασιά, καλώντας φίλους του υπό το πρόσχημα γευμάτων εργασίας.

Ταυτόχρονα η κυβέρνηση του Μακρόν εξυπηρετεί συστηματικά τα συμφέροντα των ισχυρών οικονομικών λόμπι επιτρέποντας, για παράδειγμα, τη χρήση καρκινογόνων ουσιών από την αγροτροφική βιομηχανία, ιδιωτικοποιώντας τα αεροδρόμια και τους σιδηρόδρομους, απορρυθμίζοντας δημόσιες υπηρεσίες προς όφελος ιδιωτών κ.λπ.

Ομως αυτό που αποκάλυψε καθαρά την ταξική μεροληψία της κυβέρνησης Μακρόν και την απόλυτη προσήλωσή της στη διατήρηση των κοινωνικών ανισοτήτων προς όφελος των ισχυρών είναι η ακραία βίαιη καταστολή των «κίτρινων γιλέκων».

Από την αρχή του κινήματος, τον περασμένο Νοέμβριο, δεκάδες άνθρωποι έχουν χάσει τα μάτια τους και τα χέρια τους από τη χρήση στρατιωτικού τύπου όπλων, όπως flashball και χειροβομβίδων κρότου-λάμψης που περιέχουν εκρηκτικά.

Τουλάχιστον δύο άνθρωποι έχουν πεθάνει ως αποτέλεσμα αστυνομικής βίας και χιλιάδες έχουν ξυλοκοπηθεί και συλληφθεί άδικα, ενώ 1.800 έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα. Οι εξοντωτικές ποινές για πταίσματα και ανυπόστατες κατηγορίες είναι πλέον κανόνας. Ακόμη κι ο ΟΗΕ, η Διεθνής Αμνηστία και δεκάδες άλλες ΜΚΟ έχουν εκφράσει την έντονη ανησυχία τους για την κλιμάκωση της αστυνομικής βίας στη Γαλλία χωρίς αποτέλεσμα.

Οχι μόνο ο υπουργός Εσωτερικών Κριστόφ Καστανέρ, πρώην μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, δεν έχει προσπαθήσει να περιορίσει αυτά τα φαινόμενα, αλλά καλύπτει συστηματικά τους αστυνομικούς που εμπλέκονται σε τέτοιες υποθέσεις, όταν δεν τα επιβραβεύει με διακρίσεις και προαγωγές. Οι υπηρεσίες ασφαλείας και η ηγεσία της δικαιοσύνης όλο και συχνότερα χρησιμοποιούν διατάξεις των αντιτρομοκρατικών νόμων ενάντια σε πολιτικούς ακτιβιστές.

Η καταστολή αφορά επίσης τον δημόσιο διάλογο. Στη Γαλλία σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα τηλεοπτικό κανάλι που να ασκεί αντιπολίτευση, εκτός από τη γαλλική έκδοση του Russia Today που εξυπηρετεί τη δική του ατζέντα. Τα κυρίαρχα ΜΜΕ, δημόσια και ιδιωτικά, στηρίζουν συστηματικά την κυβέρνηση και περιθωριοποιούν κάθε κριτική φωνή.

Η παραπληροφόρηση και τα κυβερνητικά «fake news» δίνουν και παίρνουν δημιουργώντας σύγχυση στο κοινό και την αίσθηση ότι «όλοι ίδιοι είναι», μια λογική γενικής καχυποψίας έναντι των πολιτικών που ωφελεί κατά κύριο λόγο τη Μαρίν Λεπέν. Πλέον στο στόχαστρο της εξουσίας έχουν βρεθεί τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης που αποτελούν ουσιαστικά, μαζί με τους ανεξάρτητους ενημερωτικούς ιστότοπους όπως το Mediapart, το μόνο εναλλακτικό πεδίο δημόσιας έκφρασης.

Σε αγαστή συνεργασία με τις ολιγοπωλιακές πλατφόρμες όπως το facebook η γαλλική κυβέρνηση έχει ψηφίσει νόμους οι οποίοι, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης και της μισαλλοδοξίας, έχουν βασικό στόχο τον έλεγχο της δημόσιας έκφρασης στο διαδίκτυο.

Από όλα αυτά μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι, παρ’ όλες τις υποσχέσεις του, το ακραίο Κέντρο αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις βασικές προκλήσεις της εποχής μας, όπως την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την οικολογική καταστροφή, αποτέλεσμα της κυριαρχίας του αχαλίνωτου καπιταλισμού.

Ταυτόχρονα, χρησιμοποιώντας χωρίς μέτρο κρατικές δομές για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της ολιγαρχίας, όπως η αστυνομία, η δικαιοσύνη, ακόμη και τα νοσοκομεία που καλούνται να συλλέγουν τα στοιχεία τραυματισμένων διαδηλωτών, το ακραίο Κέντρο υποσκάπτει τη σχετική αυτονομία του κράτους, την ιδέα δηλαδή ότι αυτό δεν πρέπει να λειτουργεί με απόλυτη ταξική μεροληψία.

Ομως η σχετική αυτονομία του κράτους, όπως έχει δείξει ο Νίκος Πουλαντζάς (2), είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη των συμφερόντων της κυρίαρχης αστικής τάξης, αφού την προστατεύει από την ίδια της την έμφυτη πλεονεξία και επιτρέπει συμμαχίες και με άλλα κοινωνικά (μικροαστικά) στρώματα.

Η ιδεολογική ηγεμονία του ακραίου Κέντρου, το οποίο έχει απορροφήσει όλες τις δυνάμει αποδεκτές από το σύστημα εναλλακτικές, και η συνεχής προσβολή του περί δικαίου αισθήματος πλατιών στρωμάτων της κοινωνίας έχουν αποτέλεσμα όσο περνάει ο χρόνος να λιγοστεύουν και τα περιθώρια εκτόνωσης της πολιτικής κρίσης μέσα στα όρια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του «αστικού πολιτισμού».

Με άλλα λόγια το παράδοξο της επιτυχίας του ακραίου Κέντρου ως νέου παραπετάσματος που προσπαθεί να αποκρύψει τη διαιώνιση των δομών εξουσίας, το οποίο αποτελεί και το αδιέξοδό του, είναι ότι ωθεί όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας σε πιο ριζοσπαστικές και ακραίες επιλογές. Δυστυχώς για όλους όμως η κύρια εναλλακτική πολιτική αυτή τη στιγμή σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η εθνικιστική και ρατσιστική Δεξιά. Και το οπλοστάσιο της καταστολής σε περίπτωση που έρθει στην εξουσία στη Γαλλία είναι ήδη έτοιμο.

(1) Ted Halstead, Michael Lind, The Radical Center: The Future of American Politics, Anchor, 2002.
(2) Nicos Poulantzas, L’État, le pouvoir, le socialisme, Paris, Presses universitaires de France, 1978

Leave a Reply

Your email address will not be published.