Συμμετοχική δημοκρατία και κρίση της πολιτικής

Τον τελευταίο καιρό πολύς λόγος γίνεται για την συμμετοχική δημοκρατία δηλαδή την άμεση και οργανωμένη συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις και τα δρώμενα που τους αφορούν μέσω ψηφοφοριών σε λαϊκές συνελεύσεις.

Η αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας χαρακτηρίζεται καταρχάς από το εξής παράδοξο: η δημοκρατία δεν είναι, υποτίθεται, το μόνο πολιτικό σύστημα που στηρίζεται στην συμμετοχή των πολιτών που είναι και οι μόνοι φορείς της εξουσίας την οποία παραχωρούν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους;

Υπό αυτή την έννοια η ανάδυση της ιδέας της συμμετοχικής δημοκρατίας αποτελεί και έμμεση παραδοχή ότι το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα που βασίζεται εξολοκλήρου στην αρχή της αντιπροσώπευσης δεν λειτουργεί δημοκρατικά, δηλαδή δεν καταφέρνει να εκφράσει την λαϊκή βούληση και να λύσει τα προβλήματα των πολιτών. Σε τελική ανάλυση η επίσημη αντιπροσώπευση των πολιτών στην κεντρική εξουσία μέσω της Βουλής αλλά και στις τοπικές αυτοδιοικητικές αρχές δεν φαίνεται να είναι καθόλου αντιπροσωπευτική αφού χαρακτηρίζεται από «αιμομικτικές πρακτικές» με την έννοια ότι αφορά ένα μικρό αριθμό προσώπων που εναλλάσσονται στις θέσεις εξουσίας, ίδιας η παρόμοιας κοινωνικής, ιδεολογικής και οικονομικής καταγωγής.

Το φαινόμενο αυτό είναι ακραίο στην Ελλάδα, μία χώρα που είδε να αναμετρούνται στις εκλογές του 2004 γόνοι των ίδιων οικογενειών που αναμετρήθηκαν 23 χρόνια νωρίτερα στις εκλογές του 1981. Η τάση αυτή της νομής της εξουσίας μέσα σε ένα κλειστό κύκλωμα που αποτελείται από μια ομογάλακτη «πεφωτισμένη» μειοψηφία ενδυναμώνετε και από την όλο και μεγαλύτερη επιρροή του επικοινωνιακού συστήματος στο εκλογικό σώμα αφού οι εκλεκτοί των τηλεπαραθύρων έχουν σημαντικό πλεονέκτημα «αναγνωρισιμότητας», όπως λένε και οι επαγγελματίες εκλογολόγοι, και άρα ευκολότερη πρόσβαση στη εξουσία. Τα χαρακτηριστικά αυτά του σύγχρονου πολιτικού συστήματος και η κρίση που το διαπερνά έδωσαν το έναυσμα για την ανάπτυξη διαδικασιών συμμετοχικής δημοκρατίας τα τελευταία χρόνια.

Τέτοια συστήματα συναποφάσεως μεταξύ πολιτών και εξουσίας δημιουργούνται κυρίως σε τοπικό επίπεδο και έχουν ως δεδηλωμένο στόχο την αντιμετώπιση της κρίσης εμπιστοσύνης στην παραδοσιακή πολιτική. Ένα από τα πρώτα πειράματα τέτοιας φύσης έγινε στο δήμο του Porto Allegre στη Βραζιλία όπου ο ετήσιος τοπικός προϋπολογισμός αποφασίζεται στη βάση προτάσεων πολιτών και μη κυβερνητικών οργανώσεων και στη συνέχεια ψηφίζεται από το σύνολο του πληθυσμού. Σήμερα παρόμοιες συμμετοχικές διαδικασίες εφαρμόζονται σε πάνω από πενήντα ευρωπαϊκές πόλεις με μεγαλύτερη αυτή της Σεβίλλης στην Ισπανία με πληθυσμό 700.000 κατοίκων.

Τα χαρακτηριστικά των διαδικασιών αυτών είναι διαφορετικά ως προς το βαθμό και τη σημασία της συμμετοχής των πολιτών. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι λαϊκές συνελεύσεις έχουν μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα αφού η πολιτική εξουσία δεν δεσμεύεται από τις αποφάσεις τους. Συχνά οι συμμετοχικές διαδικασίες καθοδηγούνται από τους τοπικούς άρχοντες των οποίων ο έμμεσος στόχος είναι απλά να νομιμοποιήσουν αποφάσεις που παίρνουν οι ίδιοι δίνοντας την ψευδή εντύπωση στους πολίτες ότι έχουν άμεσο λόγο για τα κοινά. Η καθοδήγηση «κάτω από το τραπέζι» γίνεται με διάφορες διαδικαστικές μεθόδους όπως το να μη δίνεται η δυνατότητα στους συμμετέχοντες να καταθέσουν τις δικές τους προτάσεις παρά μόνο να υπερψηφίζουν ή να καταψηφίζουν αυτές της πολιτικής εξουσίας. Ένας άλλος κλασικός τρόπος παραπλάνησης είναι η παρουσία οργανωμένων ομάδων πολιτών που πρόσκεινται σε κόμματα ή πολιτικές οργανώσεις και οι οποίοι ψηφίζουν με τρόπο προαποφασισμένο ούτως ώστε να αποφευχθεί ο αστάθμητος παράγοντας της ελεύθερης λαϊκής βούλησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ιδέα της συμμετοχικής δημοκρατίας δεν είναι παρά ένα μέσο χαλιναγώγησης εκ μέρους των εξουσιαστικών μηχανισμών. Τέλος η συμμετοχή στις διαδικασίες αυτές καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από αυτό που ο κοινωνιολόγος Pierre Bourdieu αποκάλεσε συμβολικό κεφάλαιο και που συνδέεται άμεσα με το μορφωτικό επίπεδο και την κοινωνική θέση των πολιτών. Έτσι η συμμετοχή περιορίζεται συχνά στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και αποκλείει ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που δεν διαθέτει την ικανότητα δημόσιας έκφρασης και επιχειρηματολογίας.

Μία άλλη μορφή συμμετοχικής δημοκρατίας είναι η εκλογή των υποψηφίων ενός κόμματος από των σύνολο των μελών του ή των φιλικά προσκείμενων ατόμων. Η ιδέα αυτή επέτρεψε στην Segolène Royal να αναδειχθεί, με διαφορά, σε επίσημη υποψήφια του γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος για τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές που θα γίνουν τον Μάιο του 2007 χωρίς να έχει καταρχάς δυνατούς και οργανωμένους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς μέσα στο κόμμα. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να εφαρμόσει τέτοιες διαδικασίες σε μεγάλη έκταση το 2004 όταν ο Γιώργος Παπανδρέου εξελέγη πρόεδρος του κόμματος αλλά και το 2006 για την επιλογή του υποψήφιου για το Δήμο Αμαρουσίου. Και στις δύο περιπτώσεις όμως οι συμμετοχικές διαδικασίες είχαν ως στόχο την νομιμοποίηση πολιτικών προσώπων, Royal και Παπανδρέου, οι οποίοι δεν είχαν ισχυρά κομματικά ερείσματα στους παραδοσιακούς μηχανισμούς εσωτερικής νομής της εξουσίας. Με άλλα λόγια στις περιπτώσεις αυτές η ιδέα της συμμετοχικής δημοκρατίας χρησιμοποιήθηκε για την παράκαμψη των παραδοσιακών αγκυλωτικών δυνάμεων που κυριαρχούν στο ελληνικό και στο γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα και όχι για να εκφραστεί η ελεύθερη βούληση των πολιτών σε σχέση με τα κεντρικά ζητήματα της εποχής μας.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι εάν η αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας αποτελεί καταρχάς ένα ενδιαφέρον μέσο αναζωογόνησης της πολιτικής ζωής, στην πράξη η εφαρμογή της τις περισσότερες φορές υπόκειται σε σημαντικούς περιορισμούς που και απομυζούν την ουσία της.

Για περισσότερες πληροφορίες πάνω στο θέμα της συμμετοχικής δημοκρατίας στην Ευρώπη δείτε το site επιστημονικού συνεδρίου που έγινε προσφατα στην Toulouse της Γαλλίας καθώς και τα περιεχόμενα της ανάλογης έκδοσης (στα γαλλικά).


Leave a Reply

Your email address will not be published.