Web 2.0 : διαδικτυακή επανάσταση ή αγοραίο τέχνασμα; (μέρος 2ο) Η περίπτωση Google.

Όλο και περισσότεροι αναφέρονται στη νέα γενιά διαδικτυακών υπηρεσιών υπό τη γενική ονομασία Web 2.0. Τι είναι όμως το Web 2.0; Αποτελεί πραγματικά μια επαναστατική καινοτομία ή απλώς ένα νέο marketing concept;

Στο προηγούμενο ποστ προσπάθησα να αναλύσω, σε θεωρητικό επίπεδο, την κοινωνικό‑οικονομική μετάλλαξη που συμβολίζει κατά κάποιο τρόπο η ιδέα του Web 2.0. Αναφέρομαι στο ίντερνετ δεύτερης γενιάς που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συλλογική νοημοσύνη, δηλαδή το σύνολο των συσσωρευμένων εμπειριών, κρίσεων, προτάσεων και δημιουργιών των χρηστών και το οποίο αξιοποιείται μέσω μιας ομαδικής προσπάθειας για τη βελτίωση των διαδικτυακών υπηρεσιών, προϊόντων και εργαλείων.

Εάν παραμερίσουμε τις δημοσιογραφικές αναφορές στο Web 2.0 σαν κάτι εντελώς καινούριο, που δεν σκοπεύουν παρά στον εύκολο εντυπωσιασμό και την αγοραία εκμετάλλευση του concept, παρατηρούμε ότι τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι κατά κάποιο τρόπο συστατικά στοιχεία του διαδικτύου από τα πρώτα του βήματα. Η ιδέα του ίντερνετ προήλθε από την ανάγκη διασύνδεσης χωριστών δικτύων πληροφορικής αμερικανικών πανεπιστημίων με σκοπό την αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών πάνω σε συγκεκριμένα επιστημονικά ζητήματα και μέσω αυτής την διευκόλυνση της έρευνας (Βλέπε “Μια σύντομη ιστορία του Ιντερνετ“). Τα πρώτα ερασιτεχνικά newsgroups που αναπτύχθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 90 σκόπευαν στην γενίκευση αυτής της αρχής σε όλα τα επιμέρους θέματα ενδιαφέροντος, από την πληροφορική μέχρι τα κόμιξ και την πολιτική. Υπό αυτή την έννοια το Web 2.0 δεν αποτελεί καινοτομία ως προς τη φύση του αλλά περισσότερο ως προς τη κλίμακα εφαρμογής του, η οποία και μετριέται σήμερα σε εκατομμύρια χρήστες του διαδικτύου σε όλο τον πλανήτη.

Η πρώτες υπηρεσίες που εκμεταλλεύτηκαν με τρόπο οργανωμένο και μαζικό τη συλλογική νοημοσύνη προέρχονται από τη πρώτη περίοδο του διαδικτύου και είναι αυτές που επέζησαν της οικονομικής κρίσης του 2001. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Google. Οι δύο ιδρυτές της εταιρείας Larry Page και Sergey Brin συναντήθηκαν ως νέοι φοιτητές στο πανεπιστήμιο του Stanford το 1996 και άρχισαν να δουλεύουν πάνω σε μια νέα μηχανή αναζήτησης στο διαδίκτυο την οποία και δημοσιοποίησαν για πρώτη φορά το 1998. Μέχρι τότε το βασικό κριτήριο που χρησιμοποιούσαν οι μηχανές αναζήτησης για να ιεραρχήσουν τις σελίδες σε σχέση με μια έρευνα στη βάση λέξεων‑κλειδιών ήταν η παρουσία των λέξεων αυτών στις εν λόγω σελίδες. Όσο περισσότερες φορές μια λέξη‑κλειδί ήταν παρούσα σε ένα διαδικτυακό τόπο τόσο αυτός ανέβαινε στα αποτελέσματα της αναζήτησης. Πολλοί « πονηροί» webmasters εκμεταλλευόμενοι τον τρόπο αυτό λειτουργίας γέμιζαν τις σελίδες τους με τις πιο δημοφιλείς λέξεις, έστω και αν ήταν άσχετες με το περιεχόμενο του site, και κατάφερναν έτσι να προσελκύσουν χρήστες και άρα διαφήμιση. Η αναζήτηση πληροφοριών γινόταν όμως πολύ δύσκολη και απαιτούσε χρόνο και προσπάθεια για να διαχωριστεί η ήρα από το στάχυ. Επιπροσθέτως πολλές μηχανές αναζήτησης όπως η Altavista, που ήταν από τις πιο γνωστές την περίοδο 1999‑2001, άρχισαν να πωλούν τις καλές θέσεις στην κατάταξη των απαντήσεων χωρίς να διαφοροποιούν τα πληρωμένα από τα άλλα αποτελέσματα. Έτσι η σχέση εμπιστοσύνης που συνέδεε τους χρήστες με αυτές τις υπηρεσίες καταρρακώθηκε από τη στιγμή που οι απαντήσεις των μηχανών αναζήτησης δεν ήταν παρά μία ακόμα μορφή διαφήμισης.

Η βασική καινοτομία του Google ήταν ότι συνδύασε το κριτήριο της παρουσίας των λέξεων‑κλειδιών με τον αριθμό συνδέσμων μίας συγκεκριμένης σελίδας. Με άλλα λόγια όσο πιο πολλά links οδηγούν σε ένα δικτυακό τόπο τόσο καλύτερη θέση παίρνει ο ίδιος στα αποτελέσματα μιας αναζήτησης. Η μέθοδος αυτή, που βαφτίστηκε PageRank από τους Page και Brin, βασίζεται στην ιδέα ότι κάθε σύνδεσμος αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια ψήφο υπέρ του site στο οποίο οδηγεί σε σχέση με το ενδιαφέρον που αυτό παρουσιάζει. Έτσι το Google λαμβάνει υπόψη του στη ιεράρχηση των αποτελεσμάτων τα κριτήρια συνάφειας των ίδιων των webmasters καθώς και την συσσωρευμένη εμπειρία τους ως προς το ποιος δικτυακός τόπος έχει ενδιαφέρον πάνω σε ποιο θέμα, κάτι που αποτελεί μια πρώτη έκφραση συλλογικής νοημοσύνης. Παράλληλα τα αποτελέσματα της αναζήτησης διαχωρίστηκαν με ξεκάθαρο τρόπο από της πληρωμένες καταχωρίσεις (sponsored links) με τέτοιο τρόπο ώστε και οι χρήστες να μένουν ικανοποιημένοι και η υπηρεσία να εκμεταλλευτεί τα διαφημιστικά έσοδα.

Η επιτυχία της μεθόδου ήταν τέτοια που από 10.000 αναζητήσεις ημερησίως το 1998 το Google έχει φτάσει το 2006 να αποτελεί την πιο σημαντική μηχανή αναζήτησης του διαδικτύου σε παγκόσμιο επίπεδο με μερίδιο αγοράς στις ΗΠΑ της τάξης του 40% και σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές, όπως στη γαλλική το 80% !! Η επιτυχία αυτή όπως είναι φυσικό προκάλεσε δικαιολογημένους φόβους για την πιθανή ανάδυση στο μέλλον ενός μονοπωλίου του Google στην παγκόσμια επικοινωνιακή βιομηχανία. Μία περιγραφή αυτής της εξέλιξης σε μορφή μελλοντολογικού σεναρίου έγινε στο βίντεο EPIC 2014. Για μια επιστημονική κριτική της αρχής του PageRank σε σχέση με την πολιτική από ερευνητές του πανεπιστημίου του Princeton δείτε το άρθρο Googlαρχία. Σήμερα η ίδια μέθοδος εφαρμόζεται σε πολλούς ειδικευμένους τομείς όπως οι ειδήσεις, η επιστημονική έρευνα, η κατανάλωση, η έκδοση βιβλίων από το Google αλλά και πολλούς άλλους παράγοντες κτλ.

Το βασικά προβλήματα που θέτει η εξέλιξη αυτή είναι κατά τη γνώμη μου δύο:

Πρώτον, η αυξανόμενη σημασία τεχνικών και αλγοριθμικών κριτηρίων στην ιεράρχηση των πληροφοριών που βρίσκονται στο διαδίκτυο ανεξαρτήτως της φύσης και της κοινωνικής και πολιτικής σημασίας τους.

Δεύτερον, το γεγονός ότι όλες σχεδόν οι νέες υπηρεσίες του Web 2.0, συμπεριλαμβανομένου και του Google, βασίζονται στη συλλογή και εκμετάλλευση σε μεγάλη κλίμακα δεδομένων που αφορούν τις προτιμήσεις και τις συνήθειες των χρηστών.

Σε ότι αφορά το πρώτο, η επιχειρηματολογία των ιδρυτών του Google βασίζεται στο αξίωμα σύμφωνα με τo οποίo η καλύτερη εγγύηση ότι η ιεράρχηση των πληροφοριών είναι ουδέτερη είναι το γεγονός ότι γίνεται στη βάση αυστηρά τεχνικών και αλγοριθμικών κριτηρίων (PageRank) χωρίς την παραμικρή ανθρώπινη παρέμβαση. Όμως η τεχνολογία ΔΕΝ είναι ποτέ ουδέτερη. Για παράδειγμα στην περίπτωση των ειδήσεων η επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι η ιεράρχηση των θεμάτων στα παραδοσιακά μέσα γίνεται μέσα από ένα πολύπλοκο πλέγμα αμφίδρομων σχέσεων μεταξύ δημοσιογράφων, πηγών και κοινού. Το ότι μέσω μιας μηχανής αναζήτησης οι πολίτες έχουν πρόσβαση απευθείας στις πληροφορίες που τους ενδιαφέρουν χωρίς τη διαμεσολάβηση των δημοσιογράφων μπορεί να αποτελεί θετική εξέλιξη σε κάποιες περιπτώσεις όπου τα κλασσικά μέσα χειραγωγούνται από την πολιτική ή την οικονομική εξουσία. Όμως ταυτόχρονα, μέσω του φίλτρου των μηχανών αναζήτησης, τα δημοσιογραφικά κριτήρια αντικαθιστούνται από περίπλοκους υπολογισμούς βασισμένους στον αριθμό των συνδέσμων που οδηγούν σε μία σελίδα που αποκλείουν κάποια περιεχόμενα χωρίς αυτό να έχει άμεση σχέση με την εγγενή ποιότητα και την αξιοπιστία των αποκλεισμένων πληροφοριών.

Ως προς το δευτερο, η εμπορική εκμετάλλευση των δεδομένων που αφορούν τις προτιμήσεις και τις συνήθειες των χρηστών του διαδικτύου μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα σχετικά με το κλασσικό «φακέλωμα» σε κλίμακα ανεπανάληπτη στην ανθρώπινη ιστορία.

Την επόμενη φορά επανέρχομαι και με άλλα παραδείγματα…

Leave a Reply

Your email address will not be published.