Μικρό κριτικό εγχειρίδιο για τις δημοσκοπήσεις

Με αφορμή τη συζήτηση που γίνεται στη Γαλλία σχετικά με τις δημοσκοπήσεις, την αξιοπιστία τους και το πολιτικό τους βάρος θα ήθελα εδώ, με απλά λόγια, να κάνω κάποιες κριτικές παρατηρήσεις σε σχέση με αυτό το θέμα. Σκοπός μου δεν είναι να ρίξω το ανάθεμα στους πολιτικούς επιστήμονες, στατιστικούς και δημοσιογράφους που ασχολούνται με το αντικείμενο αλλά να αναδείξω την πραγματική διάσταση αυτού που οι δημοσκοπήσεις μετρούν και που αποκαλούμε καταχρηστικά κοινή γνώμη.

Οι έρευνες κοινής γνώμης αποτελούνται από πολιτικές δημοσκοπήσεις πρόθεσης ψήφου ή δημοτικότητας πολιτικών και κομμάτων και άλλες που αφορούν τις υποτιθέμενες προτιμήσεις του κοινού σε διάφορους τομείς. Ιστορικά οι πολιτικές δημοσκοπήσεις είναι αρχαιότερες αφού η πρώτη έγινε για τις αμερικάνικες προεδρικές εκλογές του 1936 από τον Gallup. Οι έρευνες μάρκετινγκ όμως είναι οι πιο πολυπληθείς λόγω του οικονομικού ενδιαφέροντος τους. Στη συνέχεια θα αναφερθώ κυρίως στις πρώτες, αν και η κριτική αφορά το σύνολο των δημοσκοπήσεων.

1. Καταρχάς πρέπει να υπενθυμίσω το αυτονόητο : οι δημοσκοπήσεις είναι προϊόν που πωλείται σε μια αγορά. Από τη μια πλευρά βρίσκονται οι προμηθευτές του προϊόντος, δηλαδή οι επαγγελματίες δημοσκόποι, και από τη άλλη οι πελάτες, οι πολιτικοί, τα κόμματα, οι επιχειρήσεις, οι δημόσιοι οργανισμοί, τα ΜΜΕ κτλ.

Ως προϊόντα μιας αγοράς οι σφυγμομετρήσεις υπακούουν στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης. Κατά συνέπεια αυτό που μετρούν δεν είναι μια αντικειμενική και επιστημονικά επαληθευμένη πραγματικότητα που προϋπάρχει της μέτρησης, αλλά ένα στατιστικό αποτέλεσμα που δημιουργείται στη βάση συγκεκριμένων συνθηκών παραγωγής και με αντικειμενικό στόχο το οικονομικό κέρδος. Για παράδειγμα η προσπάθεια μείωσης του κόστους παραγωγής των δημοσκοπήσεων μέσω των τηλεφωνικών συνεντεύξεων, σε αντιδιαστολή με τη χρήση κάλπης, δεν μπορεί παρά να έχει αντίκτυπο στα αποτελέσματα.

2. Σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο των ερωτηματολογίων επηρεάζει άμεσα τα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, στις γαλλικές προεδρικές εκλογές αυτής της άνοιξης οι δημοσκόποι πρόσθεσαν μια ερώτηση στα ερωτηματολόγια που δεν υπήρχε τις προηγούμενες φορές. Αυτό για να σιγουρέψουν τις απαντήσεις και να αποφύγουν την επανάληψη του 2002 όπου και άργησαν πολύ να δουν την άνοδο του Λεπέν. Η ερώτηση είναι η εξής, αφού έχει δοθεί η πρόθεση ψήφου : είστε σίγουροι για την επιλογή σας; Το αποτέλεσμα ήταν να διογκωθεί –εν μέρει τεχνητά– το ποσοστό των αναποφάσιστων το οποίο παραμένει γύρω στο 40% λίγες μέρες πριν από τη ψηφοφορία.

Ένα άλλο παράδειγμα σχετικό με το είδος των ερωτήσεων που κατά κάποιο τρόπο καθοδηγούν μέρος των απαντήσεων είναι η καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, που στην Ελλάδα κάνει θραύση τα τελευταία χρόνια. Επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ όπως και επί κυβέρνησης ΝΔ, οι σχετικές δημοσκοπήσεις συγκρίνουν έναν εν ενεργεία πρωθυπουργό (στην πρώτη περίπτωση τον Σημίτη και στη δεύτερη τον Καραμανλή) με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης (στην πρώτη περίπτωση τον Καραμανλή και στη δεύτερη τον Παπανδρέου) που όμως, τη στιγμή της μέτρησης δεν έχει καμία προϋπηρεσία στη θέση αυτή. Και μόνο αυτό το στοιχείο είναι ικανό να επηρεάσει ένα σημαντικό αριθμό του δείγματος των ερωτηθέντων. Εξ ου και τα ανάλογα αποτελέσματα που και στις δύο περιπτώσεις έδιναν και συνεχίζουν να δίνουν σημαντικό προβάδισμα καταλληλότητας για την πρωθυπουργία σε αυτόν που… είναι ήδη πρωθυπουργός ! Αν το αποτέλεσμα μιας τέτοιας δημοσκόπησης έχει ελάχιστο ενδιαφέρον ως τούτο, η επανάληψη κατά τακτά χρονικά διαστήματα της « πληροφορίας » από τα ΜΜΕ μπορεί να επηρεάσει με τη σειρά της ένα κομμάτι των ερωτηθέντων, κάτι που θα φανεί με τη σειρά του στην επόμενη δημοσκόπηση…

3. Οι δημοσκοπήσεις είναι αντιπροσωπευτικές μόνο αυτών που δέχονται να απαντήσουν. Σήμερα όμως όλο και περισσότεροι πολίτες αρνούνται να απαντήσουν στις δημοσκοπήσεις κάτι που έχει αντίκτυπο στην αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος. Σύμφωνα με τον καθηγητή πολιτικών επιστημών Loïc Blondiaux[1]σε αρκετές περιπτώσεις το ποσοστό άρνησης φτάνει το 80 με 90%. Ποιοι είναι αυτοί που αρνούνται να απαντήσουν στα ερωτηματολόγια; Κυρίως οι λαϊκές τάξεις και οι χαμηλής μόρφωσης πληθυσμοί των οποίων η « γνώμη » υποτιμάται de facto στα αποτελέσματα. Άλλοι πληθυσμοί που δεν αντιπροσωπεύονται στα δείγματα των ερευνών είναι οι νέοι που αλλάζουν συχνά κατοικία, τα νοικοκυριά χωρίς σταθερό τηλέφωνο, τα άτομα που λείπουν συχνά από το σπίτι κτλ.

4. Σπάνια ή σχεδόν ποτέ το κοινό έχει πρόσβαση στα δεδομένα έτσι όπως αυτά καταμετρούνται. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τα ινστιτούτα ερευνών επεξεργάζονται τα στοιχεία των απαντήσεων με σκοπό την βελτίωση της πρόβλεψης. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ο ψήφος της άκρας δεξιάς. Οι Γάλλοι ερωτηθέντες δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν Λεπέν σε ποσοστό 6-8%, ενώ στις εκλογές το ποσοστό του συνήθως υπερβαίνει το 15%. Αυτό συμβαίνει γιατί κάποιοι ψηφοφόροι αποκρύπτουν συνειδητά την επιλογή τους. Για να πλησιάσουν τα « πραγματικά » ποσοστά οι δημοσκόποι χρησιμοποιούν στατιστικές μεθόδους που έχουν σαν αποτέλεσμα την αλλοίωση του δηλωμένης πρόθεσης ψήφου οι οποίες και διαφέρουν μεταξύ τους.

Όπως μπορείτε να δείτε και στη συζήτηση μεταξύ του Αλέξανδρου Μελίδη και του Γιάννη Μαύρη της VPRC, αυτό μπορεί να γίνει είτε μέσω στάθμισης σε σχέση με παλιότερα αποτελέσματα είτε μέσω της εκτίμησης εκλογικής επιρροής. Στη δεύτερη περίπτωση, όπως αναφέρει ο Μελίδης, τα ποσοστά της αδιευκρίνιστης ψήφου επιμερίζονται στα μεγαλύτερα κόμματα και στα λοιπά στη βάση μιας στατιστικής φόρμουλας αναγωγής. Σύμφωνα με τον Μαύρη, αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται από την VPRC γιατί « γιατί αυτή είναι πιο κατανοητή και μπορεί να συγκριθεί ευθέως με το (πραγματικό) εκλογικό αποτέλεσμα. Στις εκλογές, δεν υπάρχει ούτε “αδιευκρίνιστη” ψήφος, ούτε “αναποφάσιστοι” ». Το επιχείρημα που χρησιμοποιεί για να καταδείξει την ορθότητα της μεθόδου είναι η επιτυχής πρόβλεψη των αποτελεσμάτων των βουλευτικών εκλογών του 2004 και των νομαρχιακών εκλογών του 2006.

Όμως η επιχειρηματολογία αυτή ξεχνάει μια βασική παράμετρο που αφορά της δημοσκοπήσεις που γίνονται αυτή την εποχή : ότι επίσημα δεν βρισκόμαστε, στην Ελλάδα σε προεκλογική περίοδο. Όπως αναφέρει και ο Patrick Champagne[2], το γεγονός των εκλογών δεν υπάρχει αλλά δημιουργείται από τους δημοσκόπους προς χάριν της σφυγμομέτρησης. Έτσι οι ερωτώμενοι καλούνται σε μια τηλεφωνική διάλεξη με έναν άγνωστο να δηλώσουν για ποιον θα ψήφιζαν ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν έχουν κατασταλάξει στην επιλογή τους μέσω μιας προεκλογικής καμπάνιας με συζητήσεις γύρω από συγκεκριμένα προγράμματα και ιδέες. Και μόνο το γεγονός αυτό αρκεί για να υποσκάψει την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων αφού είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο κομμάτι των πολιτών επιλέγει την τελευταία στιγμή.

5. Τέλος, ένα σημαντικό πρόβλημα
είναι αυτό του περιθωρίου λάθους των δημοσκοπήσεων. Είναι γνωστό ότι το περιθώριο λάθους υπολογίζεται στατιστικά με σχετική ακρίβεια στην περίπτωση που το δείγμα είναι τυχαίο. Όμως για λόγους πρακτικούς αλλά και για εξοικονόμηση κόστους, η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσκοπήσεων γίνεται με τη χρήση αναλογίας, δηλαδή με τη δημιουργία ενός δείγματος που αναπαράγει τα κοινωνικο-οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του συνόλου του πληθυσμού των ψηφοφόρων. Σε αυτές τις περιπτώσεις η στατιστική επιστήμη αδυνατεί να υπολογίσει ένα ακριβές περιθώριο λάθους. Κι όμως στα ΜΜΕ οι αναλύσεις δίνουν και παίρνουν πάνω σε υποτιθέμενες διαφορές πρόθεσης ψήφου μίας και μισής ποσοστιαίας μονάδας, κάτι που είναι επιστημονικά απαράδεκτο.

Συμπερασματικά, οι δημοσκοπήσεις είναι εργαλεία των οποίων η εγκυρότητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και η χρήση τους πρέπει να είναι λελογισμένη. Όμως η ανάγκη των ΜΜΕ να βρουν νέα θέματα, αυτή των δημοσκόπων να πουλήσουν τα προϊόντα τους και αυτή των πολιτικών να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους έχει οδηγήσει τη χρήση των εν λόγω αποτελεσμάτων σε πλήρη εκτροπή. Από απλό « θερμόμετρο » του πολιτικού κλίματος, οι δημοσκοπήσεις τείνουν να γίνουν το βασικό κριτήριο των πολιτικών επιλογών και των δημόσιων συζητήσεων, παραμερίζοντας συχνά τον ουσιαστικό διάλογο πάνω στα οξύτατα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της εποχής μας.


[1] Blondiaux Loïc, La fabrique de l’opinion : une histoire sociale des sondages, Seuil, Paris, 1998.

[2] Champagne Patrick, Faire l’opinion, Les Editions de minuit, Paris, 1990.

One thought on “Μικρό κριτικό εγχειρίδιο για τις δημοσκοπήσεις

Leave a Reply

Your email address will not be published.