Οι γαλλικές εκλογές από μέσα

Μετά από μια μακριά και κουραστική προεκλογική περίοδο έξι μηνών o πρώτος γύρος των γαλλικών προεδρικών εκλογών έφτασε μέσα σε κλίμα αβεβαιότητας και σύγχυσης.

Τέσσερις υποψήφιοι φαίνονται να συναγωνίζονται για τις δύο πρώτες θέσεις που οδηγούν στο δεύτερο γύρο και όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί είναι πιθανοί. Παρόλο το προβάδισμα που δίνουν οι δημοσκοπήσεις στους κύριους υποψήφιους, Σεγκολέν Ρουαγιάλ και Νικολά Σαρκοζύ, ο κεντρώος Μπαϋρού και ο ακροδεξιός Λεπέν έχουν βάσιμες ελπίδες.

Το συναίσθημα που κυριαρχεί είναι ότι ανεξαρτήτως αποτελέσματος οι εκλογές αυτές και η απόσυρση μιας ολόκληρης γενιάς πολιτικών, αυτής του Ζακ Σιράκ που κυβερνάει τη χώρα εδώ και τριάντα χρόνια, θα σημάνουν το τέλος μιας εποχής για τη Γαλλία. Ο φόβος της παγκοσμιοποίησης και της φιλελευθεροποίησης του οικονομικού συστήματος συγκατοικεί στα μυαλά των ψηφοφόρων με την απαίτηση για περισσότερη αγοραστική δύναμη. Η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους συνδυάζεται –παραδόξως– με τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην κατανάλωση.

Ταυτόχρονα το εκλογικό σώμα χαρακτηρίζεται έντονα από δυσπιστία προς τις ελίτ. Η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα που εδώ και δεκαετίες υπόσχεται τη λύση σοβαρών προβλημάτων όπως η ανεργία, το δημόσιο χρέος και το ασφαλιστικό έχει κλονιστεί. Τα ΜΜΕ και οι τεχνοκράτες αντιμετωπίζονται με καχυποψία. Ως αποτέλεσμα οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν σημαντικό ποσοστό αναποφάσιστων. Μεγάλος αριθμός ερωτηθέντων αρνείται να απαντήσει στις δημοσκοπήσεις ή κρύβει συνειδητά τις προτιμήσεις του.

Έτσι το πραγματικό ποσοστό του Λεπέν παραμένει αίνιγμα, αφού στις σχετικές έρευνες η πρόθεση ψήφου της άκρας δεξιάς καταμετρείται τόσο χαμηλά που αναγκάζει τους δημοσκόπους να καταφύγουν σε στατιστικές διορθωτικές αλχημείες ώστε να καταλήξουν σε ένα πιο αληθοφανές ποσοστό.

Περισσότερο από κάθε άλλη φορά οι δημοσκοπήσεις πρόθεσης ψήφου έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις εκλογές αυτές. Όπως φαίνεται με βάση τα στοιχεία της Επιτροπής Δημοσκοπήσεων στο παρακάτω γραφικό, από 193 το 2002 ο αριθμός τους ξεπέρασε τις 250 το 2007 και τα αλλοπρόσαλλα αποτελέσματα εντείνουν τη σύγχυση που επικρατεί στο εκλογικό σώμα.

Παράλληλα η συζήτηση γύρω από την αξιοπιστία τους δίνει και παίρνει, μετά την αποτυχία τους να προβλέψουν έγκαιρα την παρουσία του Λεπέν στο δεύτερο γύρο των εκλογών του 2002. Για πρώτη φορά η υποτιθέμενη ουδετερότητα και η « επιστημονικότητα » των σφυγμομετρήσεων αμφισβητείται καθώς ξεδιπλώνεται ο ενεργός ρόλος των δημοσκόπων στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.

Η προεκλογική εκστρατεία σημαδέυτηκε από αρκετές καινοτομίες σε σχέση με τις προηγούμενες προεδρικές αναμετρήσεις. Η πρώτη από αυτές είναι βέβαια η παρουσία μιας γυναίκας –της Σεγκολέν Ρουαγιάλ που έχει την υποστήριξη του σοσιαλιστικού κόμματος– ως υποψήφιας με πιθανότητες νίκης. Η Ρουαγιάλ κατάφερε σε πρώτο χρόνο να ταρακουνήσει τα λιμνάζοντα νερά της γαλλικής πολιτικής με την ιδέα της συμμετοχικής δημοκρατίας, δηλαδή της συστηματικοποίησης διαδικασιών συναποφάσης μεταξύ πολιτών και εξουσίας με στόχο την αντιμετώπιση της κρίσης εμπιστοσύνης στην παραδοσιακή πολιτική. Όμως οι συνεχείς αλλαγές πλεύσης και στρατηγικής της προεκλογικής της εκστρατείας κατέληξαν να μπερδέψουν τους ψηφοφόρους, σε σημείο που η παρουσία της στο δεύτερο γύρο δεν θεωρείται απολύτως βέβαιη.

Ωστόσο, η Ρουαγιάλ φαίνεται να επωφελείται από το φαινόμενο της « χρήσιμης ψήφου », ούτως ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη του 2002 όταν ο σοσιαλιστής υποψήφιος Λιονέλ Ζοσπέν αποκλείστηκε από τον δεύτερο γύρο των εκλογών από τον ακροδεξιό Λεπέν. Η τάση αυτή ενισχύεται από την αδυναμία της άκρας αριστεράς να παρουσιάσει ένα κοινό υποψήφιο που θα εξέφραζε τη δυναμική του όχι στο Ευρωσύνταγμα.

Σε ότι αφορά τον νέοσυντηρητικό Νικολά Σαρκοζύ, εκτός από την κλασική νεοφιλελεύθερη προσέγγιση της οικονομίας και την υπεράσπιση του μεγάλου κεφαλαίου, το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι δεν διστάζει να κλείσει το μάτι στην άκρα δεξιά προς άγρα ψήφων. Κι αυτό μέσω αναφορών σε ζητήματα που αποτελούσαν μέχρι πριν από λίγα χρόνια ταμπού στη γαλλική πολιτική όπως η υπεράσπιση με κάθε μέσο της « εθνικής ταυτότητας », η γενετική εξήγηση της εγκληματικότητας, η δαιμονοποίηση της μετανάστευσης σε σχέση με το υποτιθέμενο πρόβλημα της ανασφάλειας.

Ο υποψήφιος της δεξιάς που περιγράφεται σαν άτομο απρόβλεπτο και στα πρόθυρα νευρικής κρίσης μετά από τόσους μήνες εντατικής προεκλογικής εκστρατείας, έγινε αντικείμενο αρκετών συζητήσεων τις τελευταίες μέρες και φάινεται να απωθεί αρκετούς από τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους που κινούνται προς τον Μπαϋρού. Κυκλοφορούν πολλές φήμες που τον αφορούν όπως αυτή του νέου χωρισμού με τη σύζυγό του Σεσίλια. Κανείς όμως από τους παρατηρητές δεν έχει μιλήσει δημόσια για το θέμα αυτό υπό το φόβο της οργής του πιθανού μελλοντικού Προέδρου της Δημοκρατίας.

Οι προσωπικότητες και των δύο κύριων υποψηφίων τράβηξαν μεγάλο μέρος της δημοσιότητας ως αποτέλεσμα της τακτικής που οι ίδιοι εφάρμοσαν, εκμεταλλευόμενοι την βουλιμία των ΜΜΕ για γαργαλιστικές λεπτομέρειες της προσωπικής τους ζωής. Όμως οι φήμες που κατακλύζουν τη δημοσιογραφική και πολιτική πιάτσα εμποδίζουν σε πολλές περιπτώσεις την ουσιαστική συζήτηση γύρω από τα πρoγράμματα και τις πολιτικές ιδέες. Κάτω από την καθοδήγηση των γκουρού του μάρκετινγκ, η προσπάθεια καλλιέργειας μιας « προσωπικής » σχέσης με τους ψηφοφόρους επισκίασε εν μέρει το περιεχόμενο των πολιτικών προτάσεων, τονίζοντας έτσι την σταδιακή αμερικανοποίηση των γαλλικών εκλογών όπως αναφέρουν και οι Bineta Diop και Pascal Marchand[1] στην τελευταία τους έρευνα.

Τελικά το σημαντικότερο χαρακτηριστικό αυτής της αναμέτρησης είναι το ενδιαφέρον των Γάλλων και η μεγάλη τους συμμετοχή στον προεκλογικό αγώνα. Οι συγκεντρώσεις των υποψηφίων είναι γεμάτες, οι πολιτικές εκπομπές, παρόλη τη δυσπιστία προς τα κυρίαρχα ΜΜΕ, επιτυγχάνουν ανέλπιστα υψηλά ποσοστά τηλεθέασης και οι εκλογές αποτελούν καθημερινό θέμα συζήτησης στο σπίτι, στη δουλειά και στο δρόμο. Σε πάνω από τρία εκατομμύρια υπολογίζονται οι νέοι ψηφοφόροι που γράφτηκαν πρόσφατα στους εκλογικούς καταλόγους ειδικά για τη συγκεκριμένη αναμέτρηση και η συμμετοχή αναμένεται στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και χρόνια.

Παράλληλα με τη παραδοσιακή καμπάνια εξελίσσεται ένας σκληρός προεκλογικός αγώνας στο διαδίκτυο. Σε αυτόν συμμετέχουν οι επίσημες οργανώσεις των κομμάτων με τους δικτυακούς τους τόπους αλλά και χιλιάδες χρήστες του ίντερνετ μέσω προσωπικών σελίδων, μπλογκς και υπηρεσιών διανομής βίντεο όπως το DailyMotion. Μια μεγάλη μερίδα των Γάλλων δεν εμπιστεύεται πλέον την παραδοσιακή τηλεόραση και τον Τύπο σε ότι αφορά την κάλυψη της προεκλογικής εκστρατείας και στρέφεται σε εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης όπως το διαδίκτυο. Εκεί που το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου θα είναι γνωστό από τις επτά ώρα Ελλάδας, πριν κλείσουν οι κάλπες και παρά τη σχετική απαγόρευση…

Μια συντομότερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία


[1] Συγγραφέας μεταξύ άλλων του Κοινωνική Ψυχολογία των ΜΜΕ, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2006

Leave a Reply

Your email address will not be published.