Πολιτικός διάλογος στα κυρίαρχα ΜΜΕ: το γαλλικό και αμερικανικό παράδειγμα προς αποφυγή

Ένα από τα βασικά προβλήματα των σύγχρονων αστικών δημοκρατιών είναι η θέση και η ρόλος των ηλεκτρονικών ΜΜΕ στο πολιτικό σύστημα.

Στην Ελλάδα, το θεσμικό πλαίσιο που αφορά στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα μαζικής επικοινωνίας διαφοροποιείται αισθητά από εκείνο που ορίζει το πλαίσιο λειτουργίας του Τύπου. Αυτό γιατί, όπως αναφέρει η Μαρία Κωστοπούλου[1], σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα η ραδιοτηλεοπτική δραστηριότητα αποτελεί δημόσια υπηρεσία με την έννοια ότι σκοπός της είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η αρχική προέλευση μιας τέτοιας θεώρησης πηγάζει από την τεχνική φύση του μέσου. Πράγματι, εν αντιθέσει με τον Τύπο, η λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων προϋποθέτει την χρησιμοποίηση των ερτζιανών συχνοτήτων μετάδοσης, ενός δημόσιου αγαθού το οποίο χαρακτηρίζεται από σχετική σπανιότητα.

Έτσι η αναλογική μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων αποτελεί εκ φύσεως μία ολιγοπωλιακή δραστηριότητα, ένα χαρακτηριστικό που σε συνδυασμό με το εύρος του κοινού που αγγίζει η τηλεόραση και το ραδιόφωνο νομιμοποιεί το ρυθμιστικό ρόλο του Κράτους.

Στις δυτικές δημοκρατίες, κυρίως κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, εφαρμόζεται ένα λιγότερο ή περισσότερο ισχυρό πλαίσιο κανόνων το οποίο υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τον πλουραλισμό στην έκφραση των πολιτικών φορέων που συμμετέχουν στις εκλογές. Το πλαίσιο αυτό είναι μπορεί να είναι από ακραία φιλελεύθερο, όπως στις ΗΠΑ, έως ιδιαίτερα περιοριστικό όπως αυτό που ισχύει στη Γαλλία.

Η υπεράσπιση του πολιτικού πλουραλισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπήρξε συστατικό στοιχείο του τηλεοπτικού τομέα, αφού οι ραδιοφωνικοί σταθμοί και τα τηλεοπτικά κανάλια δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του 20 και του 40 αντίστοιχα, μέσα σε συνθήκες πλήρους ελευθερίας και με μόνο αντικειμενικό σκοπό το οικονομικό κέρδος. Η πρώτη προσπάθεια επιβολής κανόνων σε ότι αφορά την πολιτική ειδησεογραφία έγινε από τη FCC (Federal Commission of Communications) το 1949 με τo Fairness Doctrine. Η συγκεκριμένη ρύθμιση υποχρέωνε τα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα να φιλοξενούν στις πολιτικές εκπομπές διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις. Παρά τα προβλήματα εφαρμογής, όπως για παράδειγμα την περίοδο των αντικομμουνιστικών εκκαθαρίσεων του Γερουσιαστή Μακάρθυ τη δεκαετία του 50, η υποχρέωση παράθεσης διαφορετικών πολιτικών απόψεων ιδιαίτερα στις προεκλογικές περιόδους λειτούργησε σχετικά αποτελεσματικά. Μεταξύ άλλων, το Fairness Doctrine επέτρεψε την κριτική του πολέμου στο Βιετνάμ αλλά και την γνωστοποίηση από την τηλεόραση του σκανδάλου του Watergate, που βέβαια αποκαλύφθηκε αρχικά από την Washington Post, και το οποίο οδήγησε στην παραίτηση του Richard Nixon.

Η εκλογή του Reagan στην προεδρία το 1981 και η ανάδειξη του πολιτικού μάρκετινγκ και του spin ως βασικού κορμού της πολιτικής ζωής σημάδεψε την αρχή μιας συντονισμένης προσπάθειας αμφισβήτησης του συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου και οδήγησε στην τελική κατάργηση του Fairness Doctrine το 1987. Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιήθηκε από τους πολέμιους του είναι ενδεικτική της ιδεολογικής τους τοποθέτησης. Ιστορικά, μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο με απόφαση της ανώτατης δικαστικής αρχής των ΗΠΑ οι επιχειρήσεις εξισώθηκαν με τους πολίτες από νομικής άποψης, κάτι που σηματοδότησε την εφεύρεση της έννοιας του νομικού προσώπου όπως εξηγεί στο παρακάτω βίντεο ο Howard Zinn.

Έναν αιώνα αργότερα οι κυριότεροι αντιπρόσωποι

της τηλεοπτικής βιομηχανίας στηριζόμενοι σε αυτήν την απόφαση, μπόρεσαν να κάνουν χρήση του πρώτου άρθρου του αμερικανικού Συντάγματος περί ελευθερίας της δημόσιας έκφρασης για να ξεφορτωθούν τους περιορισμούς του Fairness Doctrine. Ο δρόμος άνοιξε διάπλατα για τη δημιουργία οπαδικών ΜΜΕ όπως το FOX News του Rupert Murdoch του οποίου η στήριξη στο νεοσυντηρητικό κατεστημένο και το μίσος για κάθε διαφορετική άποψη φτάνει συχνά στα όρια του δημοσιογραφικού χουλιγκανισμού.

Με αυτόν τον τρόπο το αμερικανικό επικοινωνιακό σύστημα παγιδεύτηκε στον συντηρητικό υπερθεματισμό που, σε συνδυασμό με την γεωπολιτική συγκυρία, οδήγησε στην καθολική υποστήριξη της καταστροφικής πολιτικής του Bush από το 2001 και μέχρι πρόσφατα. Σήμερα η απόκτηση βήματος στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα από τους υποψήφιους για την προεδρία εξαρτάται περισσότερο από τις οικονομικές τους δυνατότητες παρά από το πολιτικό τους βάρος.

Από την άλλη πλευρά η λειτουργία των γαλλικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων χαρακτηρίστηκε εκ γενετής από κρατικό παρεμβατισμό και ευθείες προσπάθειες πολιτικής κατεύθυνσης. Η εξουσία, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντε Γκωλ, χρησιμοποίησε την δημόσια τηλεόραση ως μέσο προπαγάνδας και νομιμοποίησης της επίσημης πολιτικής. Αποκορύφωμα αυτού του ελέγχου ήταν η αποσιώπηση από την τηλεόραση των γεγονότων του Μάη του 68 που κατέδειξε την ασυμφωνία μεταξύ των διαθέσιμων προγραμμάτων και της δίψας του κοινού για πολυφωνία.

Στη δεκαετία του 70 το κίνημα του ελεύθερου ραδιοφώνου υπέσκαψε τα θεμέλια του κρατικού μονοπωλίου στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα και έβαλε της βάσεις της φιλελευθεροποίησης του επικοινωνιακού συστήματος που ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του 80 και του 90 με τη δημιουργία του Canal+ και την ιδιωτικοποίηση του TF1. Η Αρχή που ανέλαβε την ρύθμιση του τομέα είναι το CSA (Conseil Supérieur de lAudiovisuel) που αναλογεί στο ελληνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο. Σαν χώρα με ισχυρό γραφειοκρατικό παρελθόν, η Γαλλία εφάρμοσε ένα ασφυκτικό σύστημα ελέγχου της πολιτικής έκφρασης στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, ιδίως σε προεκλογικές περιόδους όπως η τωρινή. Φαίνεται όμως ότι το πλαίσιο αυτό που υποτίθεται προστατεύει την πολυφωνία αποδεικνύεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ανάγκες ενός σύγχρονου πολιτικού διαλόγου.

Οι βασικός κανόνας που διέπει την κάλυψη της περιόδου των γαλλικών προεδρικών εκλογών είναι η ισότητα του χρόνου ομιλίας των υποψήφιων στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα για πέντε εβδομάδες (τρεις εβδομάδες πριν από τον πρώτο γύρο και δυο εβδομάδες ανάμεσα στον πρώτο και στο δεύτερο). Οι υποψήφιοι χρησιμοποιούν επίσης τα ίδια τεχνικά μέσα για τα διαφημιστικά τους σποτ τα οποία έχουν ισόχρονη διάρκεια για όλους του υποψήφιους. Το θετικό στοιχείο μιας τέτοιας νομοθεσίας είναι η ουσιαστική ανάδειξη των « μικρών » υποψήφιων οι οποίοι μέχρι την έναρξη της επίσημης προεκλογικής περιόδου είναι κυριολεκτικά άφαντοι από τα κυρίαρχα μέσα. Όμως ταυτόχρονα οι περιορισμοί που πηγάζουν έχουν σημαντικές αρνητικές παρενέργειες.

Η πρώτη συνέπεια είναι ο εξοστρακισμός των μικρών και μη « εμπορικών », από άποψη τηλεθέασης, υποψήφιων στις ώρες με τη λιγότερη τηλεθέαση και ακρόαση. Έτσι ο Σαρκοζύ και η Ρουαγιάλ ήταν παρόντες στις πρωινές ζώνες του ραδιοφώνου και στα βραδινά τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων ενώ για παράδειγμα ο υποψήφιος της άκρας αριστεράς Ολιβιέ Μπεζανσό υποχρεωνόταν να μιλάει στο ραδιόφωνο το βράδυ και στην τηλεόραση στα μεσημεριανά ή μεταμεσονύκτια δελτία. Με περίσσια υποκρισία τα κανάλια έδιναν έτσι πριν από τον πρώτο γύρο τον ίδιο χρόνο έκφρασης στους υποψήφιους αλλά εντελώς διαφορετική πρόσβαση στο ευρύ κοινό.

Η δεύτερη συνέπεια είναι ότι οι δημοσιογράφοι αδυνατούν να ακολουθήσουν την επικαιρότητα κάθε υποψήφιου σε σχέση με την προεκλογική εκστρατεία αφού δεσμεύονται από την υποχρέωση ισομερούς κατανομής του τηλεοπτικού χρόνου. Έτσι καταλήξαμε στην εξής σουρεαλιστική κατάσταση : εν μέσω των πιο σημαντικών εκλογών των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα τα δελτία ειδήσεων ανοίγουν με θέματα αστυνομικού ρεπορτάζ αφού είχαν εξαντλήσει τον χρόνο κάποιου υποψήφιου και κάθε αναφορά σε αυτόν θα τους υποχρέωνε να αναφερθούν με την ίδια διάρκεια και στους άλλους.

Η τρίτη παρενέργεια είναι το γεγονός ότι στον δεύτερο γύρο δίδεται ουσιαστικά δικαίωμα λόγου στον ένα υποψήφιο πάνω στη στρατηγική και την πολιτική έκφραση του άλλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι δυσκολίες της τηλεοπτικής μετάδοσης της συζήτησης μεταξύ Ρουαγιάλ και του κεντρώου Μπαϋρού που έγινε τελικά εχθές. Όσα κανάλια προθυμοποιήθηκαν να την μεταδώσουν θα έδιναν προβάδισμα στη Ρουαγιάλ σε ότι αφορά τον τηλεοπτικό χρόνο σε βάρος του Σαρκοζύ. Έτσι ήταν υποχρεωμένα να ζητήσουν από τον τελευταίο την συμπλήρωση του χρόνου μέσω μιας ανάλογης εκπομπής. Με αυτό τον τρόπο όμως εξαρτούσαν τη μετάδοση του διαλόγου Ρουαγιάλ-Μπαϋρού από μια απόφαση του πολιτικού τους αντιπάλου, ο οποίος όχι μόνο αρνήθηκε όπως ήταν αναμενόμενο αλλά έκανε ότι ήταν δυνατό για να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη. Τελικά η συνάντηση έγινε και μεταδόθηκε από ένα μικρό ειδησεογραφικό κανάλι περιορισμένης τηλεθέασης, καταδεικνύοντας έτσι την στειρότητα του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου ως προς τον εμπλουτισμό του δημόσιου πολιτικού διαλόγου.

Τέλος, ο ασφυκτικός έλεγχος του τηλεοπτικού χρόνου στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου κρύβει την εντελώς ανισόρροπη μεταχείριση των πολιτικών παρατάξεων όλο τον υπόλοιπο καιρό. Οι στενές προσωπικές σχέσεις των ιδιοκτητών των κυριότερων γαλλικών επικοινωνιακών συγκροτημάτων με συγκεκριμένους πολιτικούς και παρατάξεις, αλλά και τα κοινά τους συμφέροντα, οδηγούν σε μια μονομερή και προκατειλημμένη κάλυψη της πολιτικής επικαιρότητας που δεν δείχνει να εξισορροπείτε από τις υποχρεώσεις της προεκλογικής περιόδου.


[1] ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Μαρία, « Θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των οπτικοακουστικών μέσων στην Ελλάδα » στο βιβλίο Οπτικοακουστικός τομέας στην Ελλάδα, Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων, Αθήνα, 2003.

Leave a Reply

Your email address will not be published.