Σύντομη κριτική ανάλυση του νέου νομοσχεδίου για τα ΜΜΕ

Στη Βουλή κατατέθηκε χθες από τον Υπουργό Τύπου το πολυαναμενόμενο νομοσχέδιο για τα ΜΜΕ. Σε αυτό προβλέπονται διατάξεις σχετικά με την συγκέντρωση, την αδειοδότηση τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών αλλά και ρυθμίσεις που αφορούν στην ψηφιακή μετάδοση προγραμμάτων. Εδώ θα επιχειρήσω μια σύντομη κριτική προσέγγιση του περιεχομένου του.

Οι λόγοι που ώθησαν την κυβέρνηση να φέρει το νομοσχέδιο προς συζήτηση είναι τρεις κατά την άποψη μου : πρώτο, η πλήρης αποτυχία του νόμου περί βασικού μετόχου που ανέτρεψε τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης για αναδιάταξη της τηλεοπτικής αγοράς· δεύτερο, οι επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για άμεση μεταφορά στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας για την ψηφιακή τηλεόραση· τρίτο, η εκλογική αναμέτρηση που έρχεται και κατά την οποία οι μελλοντικές ρυθμίσεις μέσω προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων που προβλέπει η νέα νομοθεσία θα αποτελέσουν μοχλό πίεσης προς τους ιδιοκτήτες ΜΜΕ.

Συγκέντρωση ιδιοκτησίας

Η πρώτη επισήμανση που μπορώ να κάνω είναι ότι το νομοσχέδιο νομιμοποιεί εκ των υστέρων την υψηλή συγκέντρωση ιδιοκτησίας που χαρακτηρίζει το ελληνικό επικοινωνιακό σύστημα. Από αυτή την άποψη η επικεφαλίδα του νομοσχεδίου που αναφέρει ότι αυτό αποσκοπεί «στην πολυφωνία της ενημέρωσης και της πληροφόρησης » είναι τουλάχιστον ψευδεπίγραφη. Ο νόμος ν. 2328/1995 που ρυθμίζει σήμερα τους περιορισμούς στη συγκέντρωση προβλέπει ότι κάθε μέτοχος εταιρείας που κατέχει άδεια τηλεοπτικού σταθμού μπορεί να συμμετέχει στο κεφάλαιο αυτής σε ποσοστό μέχρι 25%. Ο σκοπός αυτής της διάταξης είναι η αποφυγή του πλήρους ελέγχου ενός τηλεοπτικού σταθμού από ένα και μόνο φυσικό πρόσωπο το οποίο και θα μπορεί να διαμορφώνει αποκλειστικά την δημοσιογραφική του γραμμή.

Η ύπαρξη περισσότερων από έναν βασικών μετόχων θεωρείται από τον νομοθέτη ως εχέγγυο για την διατήρηση της πολυφωνίας στο εσωτερικό μιας τέτοιας επιχείρησης αφού προϋποθέτει την ισορρόπηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών της. Εν τούτοις, εάν λάβουμε υπόψη μας τη μετοχική σύνθεση των κυριότερων ιδιωτικών καναλιών της χώρας συμπεραίνουμε ότι όλα, εκτός του MEGA, ανήκουν σε χρηματιστικούς πόλους οι οποίοι με τη σειρά τους βρίσκονται υπό τον πλήρη έλεγχο ενός φυσικού προσώπου ή οικογένειας. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω πολύπλοκων χρηματιστικών κατασκευών και υπεράκτιων εταιρειών που συμμετέχουν στις μετοχικές συνθέσεις. Έτσι ο ΑΝΤ1 ελέγχεται πλήρως από την οικογένεια Κυριακού, το ALTER από την οικογένεια Κουρή, ο ALPHA από την οικογένεια Κοντομηνά, το STAR από την οικογένεια Βαρδινογιάννη και το ΣΚΑΪ από την οικογένεια Αλαφούζου.

Όπως φαίνεται και στο παρακάτω σχήμα, οι σχέσεις των παραγόντων αυτών χαρακτηρίζονται καταρχήν από έναν οξύ ανταγωνισμό σε συγκεκριμένους οικονομικούς τομείς, όπως για παράδειγμα τα διαφημιστικά έσοδα της ιδιωτικής τηλεόρασης, αλλά ταυτόχρονα από κοινά συμφέροντα σε άλλους. Η διαμόρφωση αυτή καταλήγει σε προσωρινές συγκρούσεις και συμμαχίες των οποίων οι πρωταγωνιστές εναλλάσσονται χωρίς όμως να επηρεάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά του επικοινωνιακού συστήματος στο σύνολο του, μια διαδικασία που ο Ben H. Bagdigian ονομάζει « μονόπολη των μέσων » [Bagdigian, 2004].

Παρατηρούμε λοιπόν ότι η ιδιοκτησιακή κατάσταση των τηλεοπτικών σταθμών έτσι όπως είναι σήμερα αποτελεί καταστρατήγηση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου και αντιτίθεται ευθέως στο πνεύμα του ν. 2328/1995. Το νέο νομοσχέδιο αντί να επιχειρήσει την πραγματική επιβολή των περιορισμών που προβλέπονται από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, νομιμοποιεί την εδώ και δώδεκα χρόνια ευθεία παραβίαση του. Αυτό γιατί επιτρέπει πλέον τον έλεγχο του 100% του μετοχικού κεφαλαίου από ένα και μόνο οικονομικό παράγοντα.

Μερίδιο αγοράς

Οι διατάξεις που προβλέπονται στο νέο σχέδιο νόμου σε ότι αφορά το μερίδιο αγοράς αποτελούν επίσης σαφή χαλάρωση των περιορισμών με την εισαγωγή της αμφιλεγόμενης έννοιας της « δεσπόζουσας θέσης ». Όπως αναφέρεται στο κείμενο « η κατοχή της δεσπόζουσας θέσης τεκμαίρεται με την κατοχή συγκεκριμένου ποσοστού μεριδίου στο σύνολο των επιμέρους αγορών (τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες, περιοδικά) στις οποίες συμμετέχει το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

– Όταν δραστηριοποιείται σε ένα μέσο το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 35%.
– Όταν δραστηριοποιείται σε δύο μέσα το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 32%.
– Όταν δραστηριοποιείται σε τρία μέσα το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 28%. Και
– Όταν δραστηριοποιείται σε τέσσερα μέσα το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 25%.
»

Από τα κριτήρια αυτά συμπεραίνουμε ότι λόγω των μεγάλων περιθωρίων που προσφέρονται στους ιδιοκτήτες ΜΜΕ για να συγκεντρώσουν υψηλό μερίδιο αγοράς, τα μόνα επικοινωνιακά συγκροτήματα που θα μπορούσαν να ανησυχήσουν από τη ρύθμιση είναι αυτά των Λαμπράκη, Μπόμπολα και Τεγόπουλου. Αυτό γιατί το κανάλι ιδιοκτησίας τους MEGA έχει μερίδιο αγοράς διαφημιστικής δαπάνης γύρω στο 30% ενώ ταυτόχρονα οι παραπάνω όμιλοι έχουν και σημαντική εκδοτική δραστηριότητα στο χώρο του Τύπου. Έτσι, ανάλογα με τον τρόπο υπολογισμού του μεριδίου αγοράς ο οποίος δεν προσδιορίζεται ακριβώς, κινδυνεύουν να βρεθούν πάνω από το όριο του 28%. Κατά σύμπτωση το MEGA όπως και οι εφημερίδες Ελευθεροτυπία, Έθνος, Βήμα και Νέα είναι από τα πιο μαζικά μέσα ενημέρωσης που αντιπολιτεύονται ανοιχτά τη σημερινή κυβέρνηση.

Δεσπόζουσα θέση

Σύμφωνα όμως με το κείμενο του κ. Ρουσσόπουλου, τα παραπάνω ποσοστά που καθιστούν κάποιο επικοινωνιακό παράγοντα σε δεσπόζουσα θέση δεν είναι αρκετά για να επιφέρουν κυρώσεις. Αυτό συμβαίνει μόνο αν υπάρξει « κατάχρηση » της θέσης αυτής, χωρίς βέβαια να προσδιορίζεται επακριβώς το νόημα της κατάχρησης. Μια άλλη αναφορά, το γεγονός ότι αρμόδια αρχή θα είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, μας δίνει κάποια στοιχεία για το πώς θα κρίνεται η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στα ΜΜΕ. Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ο νομοθέτης έχει αναθέσει την αποκλειστική αρμοδιότητα εφαρμογής του ν. 703/77 « περί ελέγχου των μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού ».

Με άλλα λόγια, στο πλαίσιο ενός νόμου που αποσκοπεί στην υπεράσπιση της πολυφωνίας στην ενημέρωση η κρίση για τον εάν ένας οικονομικός παράγοντας παραβιάζει αυτή την πολυφωνία θα γίνεται με αμιγώς οικονομικά κριτήρια όπως αυτά που εφαρμόζονται για τις βιομηχανίες γάλακτος και τα σούπερ μάρκετ. Δυνητικά μπορούμε να βρεθούμε σε μία κατάσταση στην οποία ένας συγκεκριμένος επιχειρηματικός όμιλος να συγκεντρώνει ας πούμε το 50% του μεριδίου αγοράς σε τηλεόραση, εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνο άλλα να μην θεωρείται ότι παραβιάζει την αρχή της πολυφωνίας εάν δεν κάνει « κατάχρηση », με αμιγώς οικονομικά κριτήρια, της δεσπόζουσας θέσης στην οποία έχει περιέλθει.

Αδειοδότηση

Σε ότι αφορά την αδειοδότηση, δεν λείπουν βέβαια και τα ανοίγματα σε φίλα προσκείμενους προς την κυβέρνηση κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους. Έτσι μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου δείχνει ότι οι νέες ρυθμίσεις διευκολύνουν την ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού εθνικής εμβέλειας από την Εκκλησία, κάτι που αποτελεί διακαή πόθο της ηγεσίας της Ιεραρχίας εδώ και καιρό. Το νέο νομοσχέδιο, αφού κάνει διάκριση μεταξύ ενημερωτικών μέσων ποικίλης ύλης και ενημερωτικών θεματικών μέσων, αναφέρει ότι το πρόγραμμα των τελευταίων « περιλαμβάνει ειδικό προσανατολισμό σε μία συγκεκριμένη κατηγορία ενημέρωσης, όπως οικονομικού, πολιτικού και θρησκευτικού περιεχομένου ».

Ποιο είναι το νόημα της εξίσωσης της θρησκευτικής με την πολιτικοκοινωνική ενημέρωση; Έτσι διευκολύνεται η αδειοδότηση της Εκκλησίας για σταθμό εθνικής εμβέλειας, αφού δεν θα θεωρείται κανάλι ποικίλης ύλης, εκεί που οι θέσεις είναι μετρημένες, αλλά δημοσιογραφικός οργανισμός συνεχούς ενημέρωση, κάτι σαν το CNN δηλαδή. Ταυτόχρονα, το κόστος της άδειας είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με τους σταθμούς γενικού περιεχομένου, 200.000 ευρώ αντί για 2.600.000.


Η κριτική του συγκεκριμένου νόμου μπορεί να εντοπιστεί και σε άλλα σημεία όπως το γεγονός ότι υπεύθυνος για τον έλεγχο της αξιοπιστίας των μετρήσεων τηλεθέασης καθίσταται ο Υπουργός Τύπου και όχι μια ανεξάρτητη Αρχή, το γεγονός ότι ευνοείται καθαρά η συγχώνευση και εξαγορά ΜΜΕ κυρίως στην περιφέρεια κάτι που θα οδηγήσει σε υψηλότερη οικονομική συγκέντρωση, το γεγονός ότι ο πρότερος βίος και τα πρόστιμα του ΕΣΡ που τα κανάλια δέχθηκαν στο παρελθόν δεν συνυπολογίζονται στα κριτήρια αδειοδότησης, το γεγονός ότι ακόμη μια φορά στον επιμερισμό των νέων ψηφιακών διαύλων ευνοούνται τα κυρίαρχα ΜΜΕ αντί νέων μη κερδοσκοπικών πρωτοβουλιών κτλ.


Τελικά, το νέο νομοσχέδιο για τα ΜΜΕ εκφράζει απόλυτα την φιλελεύθερη οικονομική φιλοσοφία της κυβέρνησης. Αυτή αποσκοπεί στην συνέχιση της πολιτικής παράδοσης του τομέα της μαζικής επικοινωνίας στην άκρα εμπορευματοποίηση. Κάτι που δεν ενισχύει την πολυφωνία και την ποιότητα της ενημέρωσης, το αντίθετο μάλιστα. Ταυτόχρονα, σε πιο κοντινό ορίζοντα, η νέα νομοθεσία αποτελεί μέσο πίεσης προς τους ιδιοκτήτες των κυρίαρχων ΜΜΕ της χώρας από την πολιτική εξουσία με στόχο την θετική προβολή ή την ανούσια κριτική της στο δρόμο προς τις επερχόμενες εκλογές.

2 thoughts on “Σύντομη κριτική ανάλυση του νέου νομοσχεδίου για τα ΜΜΕ

  1. Πάρα πολύ ενδιαφέρον. Αναρωτιέμαι, πάντως, τι σε νοιάζει εσένα αφού ζεις στη Γαλλία.

    Και μιά διορθωσούλα: εκεί που λέει “μπορεί αν εντοπιστεί” θέλει “μπορεί να εντοπιστεί”.

  2. Πολύ καλή ανάλυση του νέου νόμου, θα έλεγα ότι εμπεριέχει όλη την κριτική που ασκήθηκε και από άλλους δημοσιογράφους όπως η Αριστέα Μπουγάτσου της “Ελευθεροτυπίας” αλλά σε πιο κατανοητή και “πρακτική” μορφή. Πάντως είναι εμφανές ότι το νομοσχέδιο εξυπηρετεί πλήρως την κυβέρνηση και ότι αφήνει το πεδίο ανοιχτό για εκβιασμούς από την εξουσία. Και φυσικά όλες οι προεκλογικές εξαγγελίες για πλήρη ανεξαρτητοποίηση της Δημόσιας Τηλεόρασης, για καθορισμό των ελεύθερων συχνοτήτων και άλλα “μεγάλα λόγια” αποδεικνύονται για άλλη μια φορά ανεκδιήγητα ψεύδη.

Leave a Reply

Your email address will not be published.