Είναι δυνατόν να χαθεί η Ελλάδα;

Του Gabriel Colletis

καθηγητή οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Toulouse 1-Capitole

Μάιος 2012

colletis@univ-tlse1.fr

μετάφραση από τα γαλλικά: Γιάννης Καυκιάς

Το Βερολίνο απαιτεί την κατεδάφιση του Παρθενώνα. Εκτιμά, προφανώς, ότι το κόστος συντήρησης του μνημείου είναι υπερβολικά υψηλό και απειλεί την ισορροπία των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας. Ελλείψει έργων συντήρησης, ο ναός είναι ετοιμόρροπος και θα μπορούσε να τραυματίσει τουρίστες που επισκέπτονται τον αρχαιολογικό χώρο. Το γερμανικό προξενείο στην Αθήνα υπενθυμίζει σχετικά ότι χιλιάδες Γερμανοί τουρίστες επισκέπτονται κάθε χρόνο τον εν λόγω χώρο.

Μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που αντέδρασε, η Ρώμη καταδίκασε τις δηλώσεις της γερμανικής κυβέρνησης. Το Παρίσι σωπαίνει, όπως και οι πρωτεύουσες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Η γερμανική κυβέρνηση απάντησε ότι ήταν πρόθυμη να εξετάσει την εκδοχή της αποδόμησης του Παρθενώνα και της μεταφοράς και επανασυναρμολόγησης του σε ένα γερμανικό μουσείο. Το μνημείο,  ένα από τα αριστουργήματα της ανθρωπότητας, θα συντηρείτο έτσι καλύτερα απ’ότι  αν παρέμενε στο ελληνικό έδαφος”.

Οι διεθνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ και ορισμένες πιστώτριες χώρες, ειδικά η Γερμανία, εννοούν να υπαγορεύσουν στην Ελλάδα πώς πρέπει να συμπεριφερθεί, ενώ οι ίδιοι συμπεριφέρονται, πράγματι, ωσάν να κρατούσαν την εύθραυστη τύχη της χώρας στα χέρια τους. Την κρατούν  στ’αλήθεια, όμως;

Η απάντηση δεν εξαρτάται τόσο από τη Γερμανία αλλά από τους Έλληνες τους ίδιους, όπως συνέβη σε όλες τις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας τους.

Κάτω από την πίεση των χρηματιστικών αγορών και και των πολιτικών τους εκπροσώπων, ορισμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες αρχίζουν να εξαρθρώνονται[1]. Η περίπτωση της Ελλάδας θα μπορούσε να αποτελέσει το χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ολέθριας διαδικασίας. Το χειρότερο δεν είναι ποτέ αναπόφευκτο, ωστόσο, και θα καταδείξουμε ότι μπορεί να διερευνηθεί ένας εναλλακτικός δρόμος του οποίου το περίγραμμα αρχίζει ήδη να διαφαίνεται.

Μια οικονομική κρίση σχετιζόμενη με την υπανάπτυξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων

Στη μεγάλη πλειονότητα των αναπτυγμένων χωρών, οι παραγωγικές δραστηριότητες έχουν υποχωρήσει τις τελευταίες δύο ή τρεις δεκαετίες[2]. Η χίμαιρα μιας κοινωνίας βασισμένης στις υπηρεσίες έχει κάνει θραύση παντού (ή σχεδόν παντού). Στην Ελλάδα, η βιομηχανία δεν αντιπροσωπεύει πλέον παρά το 7% της συνολικής απασχόλησης.

Η Ελλάδα δεν μπορεί, όμως, να βασίζει την ανάπτυξή της στις υπηρεσίες ή στον τουρισμό.

Άφησε να παρακμάσουν πολλοί τομείς, όπως η κλωστοϋφαντουργία, ο τομέας της ένδυσης, ή η ξυλουργία. Δεν στάθηκε ικανή να αναπτύξει τα ναυπηγεία της παρότι οι Έλληνες εφοπλιστές  παραμένουν ισχυροί. Δεν στάθηκε ικανή να αναπτύξει μιαν αγροτική παραγωγή ποιότητας βασισμένη στις κατοχυρωμένες ονομασίες και την ιχνευσιμότητα (tracing) των προϊόντων. Δεν στάθηκε ικανή, εκτός εξαιρέσεων, να αναπτύξει μιαν αποτελεσματική αγροτο-διατροφική βιομηχανία αξιοποιώντας τα αγροτικά προϊόντα και τις τοπικές δυνατότητες. Τέλος, η Ελλάδα δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να αναπτύξει τομείς μέσης ή υψηλής τεχνολογίας τη στιγμή που οι Έλληνες φοιτητές κατατάσσονται μεταξύ αυτών που κατέχουν τα περισσότερα διπλώματα στην Ευρώπη (πολλοί αναζητούν εφεξής εργασία στο εξωτερικό, όπως έκαναν οι λιγότερο καταρτισμένοι πρόγονοί τους).

Με άλλα λόγια, μια από τις κύριες προκλήσεις στις οποίες η Ελλάδα οφείλει να απαντήσει είναι εκείνη της ενδυνάμωσης των παραγωγικών δραστηριοτήτων της καθότι δεν μπορεί να υπάρξει πλούτος προς κατανομή χωρίς να έχει παραχθεί. Το ζήτημα που τίθεται είναι, συνεπώς, το πώς θα ενδυναμωθούν οι ελληνικές παραγωγικές δραστηριότητες.

Όπως διαβάζουμε ή ακούμε για άλλες χώρες, έτσι και για την Ελλάδα ακούμε ή διαβάζουμε για «έλλειμμα ανταγωνιστικότητας» και για την αναγκαιότητα ενίσχυσης των εξαγωγών.

Η απάντηση (λανθασμένη) σε αυτό το «έλλειμμα ανταγωνιστικότητας» έγκειται –όπως λένε συχνά ορισμένοι – στη μείωση των μισθών, που θεωρούνται υπερβολικά υψηλοί. Είναι αλήθεια ότι οι μισθοί αυξήθηκαν στην Ελλάδα γρηγορότερα απ’ότι σε ορισμένες Ευρωπαϊκές χώρες από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και εντεύθεν. Ωστόσο, ο ρυθμός αύξησής τους παρέμεινε στα πλαίσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το 2010, το ωριαίο κόστος εργασίας στη βιομηχανία ήταν 16.60 ευρώ στην Ελλάδα και 33.10 ευρώ (δηλαδή διπλάσιο) στη Γερμανία (πηγή: Natixis). Από το 2010 και εντεύθεν, το ωριαίο κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 15% περίπου στην Ελλάδα και πρόκειται να μειωθεί κατά 20% και άνω έπειτα από την μείωση του κατώτατου μισθού που εξαγγέλθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο.

Σχετικά με το χρέος και το ζήτημα της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη

Από το 2008 ήδη, είχαμε γράψει ότι η κρίση δεν είναι κυρίως χρηματιστική αλλά οικονομική και κοινωνική. Πράγμα που κατέληξε να γίνει αποδεκτό σήμερα, αφού γίνεται λόγος για το «πρόβλημα» της «ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας. Αυτό το «πρόβλημα» εξακολουθεί, ωστόσο, να μην τίθεται σωστά, αφού η μείωση του κόστους εργασίας και των δημόσιων δαπανών είναι ένα μήνυμα τουλάχιστον απλουστευτικό.

Αντί για ένα πολλοστό πρόγραμμα λιτότητας που οδηγεί την Ελλάδα στην άβυσσο και τον ελληνικό λαό στην απελπισία, η Ελλάδα έχει ανάγκη από ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης.

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις ενός τέτοιου σχεδίου; Όπως θα δείξουμε παρακάτω, η ουσιώδης προϋπόθεση είναι η υπομονετική εργασία οικοδόμησης και ανοικοδόμησης των θεσμών. Κι εδώ εγείρονται πάραυτα πολλά οικονομικά ερωτήματα. Με σημαντικότερα τα εξής δύο: εκείνο που έχει να κάνει με το χρέος κι εκείνο της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη.

Ακούμε συχνά να λέγεται στην Ελλάδα ότι, αυτή τη φορά, το έργο της οικοδόμησης ή της ανοικοδόμησης της χώρας είναι δύσκολο να επιχειρηθεί διότι οι καταστροφές που προκάλεσε η κρίση δεν είναι οι καταστροφές που προκαλεί ένας «κλασικός» πόλεμος. Μεταφράζονται σε συντετριμμένες ζωές, σε ανεργία, και όχι σε νεκρούς ή τραυματίες που θα μπορούσαμε να καταμετρήσουμε. Κανένας ξένος στρατός δεν καταλαμβάνει την Ελλάδα κι ούτε απειλεί να την καταλάβει στο προβλέψιμο μέλλον. Ο εχθρός είναι αόρατος…

Ωστόσο, η Γερμανία, γενικότερα οι χώρες με το τριπλό Α (Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία, Λουξεμβούργο), και η Τρόϊκα, επιβάλλουν στην Ελλάδα, όχι μόνο μεγάλες υλικές θυσίες αλλά και πολλαπλές προσβολές και ταπεινώσεις. Οι Έλληνες έχουν συνεπώς το δικαίωμα να θεωρούν ότι αυτοί είναι, εφεξής, οι εχθροί της Ελλάδας, με τη διαφορά ότι τα όπλα που χρησιμοποιούν είναι χρηματιστικά και οικονομικά. Το όπλο που συνοψίζει όλα τα υπόλοιπα– στην πραγματικότητα το όπλο των χρηματοπιστωτικών αγορών, δηλαδή των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών, των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και των κερδοσκόπων κάθε είδους- έχει, ωστόσο, ταυτότητα: το χρέος.

Υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει η Ελλάδα να συνεχίσει να πληρώνει τα χρέη της; Πρέπει, μπορεί, να παραμείνει στην Ευρωζώνη; Ποια είναι η επίπτωση του ελλείμματος του εμπορικού της ισοζυγίου;

Ας υπενθυμίσουμε ότι η μερική διαγραφή του χρέους περί της οποίας έγινε πολύ πρόσφατα λόγος (Φεβρουάριος 2012) υποτίθεται ότι θα επιτρέψει θεωρητικά τη μείωση του χρέους της χώρας στο 120%… δηλαδή την επαναφορά του στο επίπεδο που ήταν το 2009, πριν αρχίσει η σφαγή με το πρώτο πρόγραμμα λιτότητας. Όπως ήταν προβλεπόμενο, τα μέτρα ενισχυμένης λιτότητας από το ένα πρόγραμμα στο άλλο είχαν ως συνέπεια την κάμψη κι εν συνεχεία την ύφεση, στερώντας το κράτος από τα φορολογικά έσοδα που εξαρτώνται, ουσιαστικά, από την οικονομική δραστηριότητα.

Ας υπενθυμίσουμε, επίσης, ότι οι ιδιωτικοποιήσεις – που υποτίθεται ότι θα πραγματοποιούνταν για να μειωθεί το χρέος- προβλεπόταν ότι θα απέδιδαν 50 δις ευρώ ως το 2015. Σήμερα, θα απέδιδαν κάτω από 20 δις ευρώ, και μάλιστα γύρω στα 10 δις ευρώ μόνο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του γερμανικού ινστιτούτου IFO[3].

Η αθέτηση αποπληρωμής του χρέους, με άλλα λόγια η στάση πληρωμών είναι μια υπόθεση που δεν μπορεί να αποκλειστεί. Μπορεί, ωστόσο, να θεωρηθεί ως αποτελούσα μέρος μιας προοπτικής εξόδου από την κρίση; Το ελληνικό χρέος πρέπει να εθνικοποιηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι η Τράπεζα της Ελλάδας οφείλει –εν ανάγκη- να δηλώσει αγοραστής των τίτλων που κατέχουν οι μικρο-ομολογιούχοι και, κυρίως, να συμβάλλει μελλοντικά στις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού κράτους. Επίσης, δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι το ελληνικό τραπεζιτικό σύστημα πρέπει να εθνικοποιηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Αντί για μια έξοδο από την Ευρωζώνη που  θα έχει αναγκαστικά πολύ μεγάλο κόστος, η Ελλάδα πρέπει μάλλον να επιδιώξει, με την υποστήριξη ορισμένων χωρών (ειδικότερα της Γαλλίας), μια δραστική μείωση, ή και διαγραφή των τόκων του χρέους.

Πέραν αυτού, πιστεύουμε ότι εκείνο που αποτελεί το κεντρικό διακύβευμα είναι η διάρθρωση ανάμεσα στο στόχο της παραμονής στην Ευρωζώνη και την εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου.

Η εφημερίδα Le Monde χρησιμοποιεί, σε τίτλο της, την κάπως αμφίσημη διατύπωση: «Η λιτότητα δεν αρκεί χωρίς εκβιομηχάνιση».[4]

Καμιά χώρα δεν μπορεί, μακρόχρονα, να ζει καταναλώνοντας περισσότερα από όσα παράγει. Και αυτό εκφράζει το πολύ μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας.

Ωστόσο, η διέξοδος για την Ελλάδα δεν συναρτάται με την παραμονή της στην Ευρωζώνη, αν αυτή η παραμονή είναι συνώνυμη μιας μείωσης των μισθών που υποτίθεται ότι θα «ντοπάριζε» τις εξαγωγές. Αυτός ο στόχος είναι ανεπίτευκτος λόγω της αδυναμίας του εξαγωγικού τομέα ο οποίος είναι σχεδόν ανύπαρκτος αν εξαιρεθούν μερικά αγροτικά προϊόντα, τα οικοδομικά υλικά, ο τομέας κλωστοϋφαντουργίας-ένδυσης. Κυρίως, όμως, η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου δεν είναι καθόλου ευκταία διότι μετατρέπει την Ελλάδα σε χώρα με χαμηλά κόστη ενώ ο πληθυσμός της κατατάσσεται μεταξύ των περισσότερο σπουδαγμένων και καταρτισμένων στην Ευρώπη. Παραδόξως, παρά το υψηλό επίπεδο κατάρτισης, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι πολύ χαμηλή στην Ελλάδα. Αυτό το παράδοξο δεν έχει να κάνει με τις ικανότητες των εργαζόμενων, αλλά με τις συνθήκες στις οποίες αυτοί εργάζονται (ανεπάρκεια επενδύσεων, αρχαϊκοί τρόποι οργάνωσης…)

Ενδεχόμενη έξοδος από την Ευρωζώνη, παρά τα μέτρα που θα χρειαστεί να ληφθούν για να διασφαλισθεί η χρηματοδότηση της οικονομίας και να προστατευτεί η λαϊκή αποταμίευση, και παρά το όφελος που θα επιφέρει η μείωση των τιμών στον τομέα του τουρισμού και των εξαγωγών, θα συνοδευτεί από ισχυρή πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Κατά τη γνώμη μας, αυτή η πτώση έχει επέλθει κατά μεγάλο μέρος με την μείωση των εισοδημάτων και την αύξηση των διάφορων φόρων, ήδη από το πρώτο πρόγραμμα που εφάρμοσε η εκλεγείσα το 2009 κυβέρνηση. Αυτή η συρρίκνωση ήταν ενδεχομένως αναπόφευκτη στη σημερινή συγκυρία λόγω του σοβαρού ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχόντων λογαριασμών της Ελλάδας σε συνάρτηση με το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της. Με άλλα λόγια, η τελευταία ισχυρή πτώση των εισοδημάτων (-22% του βασικού μισθού, μπορεί να θεωρηθεί ως μη αποβλέπουσα στην απορρόφηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού[5] αλλά στην απορρόφηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου.

Νομίζουμε, όμως, ότι σήμερα το ζήτημα πρέπει να τεθεί με διαφορετικούς όρους. Η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη πρέπει να πάψει να είναι συνώνυμη της εσωτερικής υποτίμησης που μετουσιώθηκε σε δραστική μείωση μισθών. Είτε πρόκειται για τη διατροφή, είτε για την φτηνή κατοικία, για την ένδυση ή για τα μη ατομικά μέσα μεταφοράς, η εγχώρια παραγωγή μπορεί να αντικαταστήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα τις (μαζικές, σήμερα) εισαγωγές. Τα μέσα μαζικής μεταφοράς μπορούν επίσης να αναπτυχθούν κατά προτεραιότητα χάρη στη βελτίωση του σιδηροδρομικού δικτύου που βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση υπανάπτυξης. Ας σημειωθεί επίσης ότι τα ελληνικά ναυπηγεία, που σήμερα δεν έχουν παραγγελίες λόγω των όρων αγοράς που προτείνουν στους Έλληνες εφοπλιστές τα κινέζικα ναυπηγεία, μπορούν να αναδραστηριοποιηθούν χάρη σε επιλεκτικές και υπό όρους χρηματοδοτήσεις.

Μια έξοδος από την κρίση μέσω της αέναης συνέχισης της μείωσης των δημόσιων δαπανών και των μισθών, και μια ανάκαμψη των εξαγωγών, δεν θα ήταν μόνο αναποτελεσματική: επί πλέον, θα έκανε την Ελλάδα να χάσει πολύτιμο χρόνο και θα εξασθένιζε ακόμα περισσότερο τον παραγωγικό της ιστό. Αυτό το κατάλαβε ακόμη και η ελληνική εργοδοσία απορρίπτοντας, όπως και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, το τελευταίο πρόγραμμα λιτότητας.[6]

Η Ελλάδα δεν μπορεί να ξαναβρεί το δρόμο της αύξησης της παραγωγής και της ανάπτυξης παρά αν κινητοποιήσει την ευφυΐα και τον υψηλό βαθμό κατάρτισης του πληθυσμού της και εξασφαλίζοντας μια αύξηση της παραγωγής της προσανατολισμένη όχι προς τις εξαγωγές αλλά προς την ικανοποίηση των εσωτερικών αναγκών. Αυτός ο προσανατολισμός είναι ικανός να επιφέρει μια σημαντική μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου (δια της μείωσης των εισαγωγών) χωρίς να ενισχύσει –τουναντίον- την πίεση στην αγορά εργασίας, την απασχόληση και τους μισθούς.

Ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης προϋποθέτει την (αν)οικοδόμηση των θεσμών

Η Ελλάδα δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς να επανεξετάσει τους θεσμούς της, πράγμα που εγγράφει την έξοδο από την κρίση, αλλά και την ανανέωση, στη μακρά διάρκεια. Η οποία θα χαρακτηρίζεται από στάδια που θα συνιστούν ισάριθμα βήματα προς την βαθμιαία βελτίωση των υλικών και κοινωνικών συνθηκών ζωής.

Οι θεσμοί είναι τα μέσα με τα οποία μια κοινωνία ορίζει και εφαρμόζει τους κανόνες που έχει επιλέξει. Το δημόσιο συμφέρον είχε παραμεληθεί, όπως είδαμε, και ταυτόχρονα εξασθένιζε η δημοκρατία. Το κράτος δικαίου δεν συγκροτήθηκε ουσιαστικά ποτέ. Υπό αυτές τις συνθήκες, το κράτος εμφανίστηκε αδύναμο και ταυτόχρονα αυταρχικό, χωρίς να προστατεύει ούτε τον πολίτη ούτε το συλλογικό συμφέρον.

Σήμερα, συγχέεται η περιουσία που ανήκει στο κράτος με την περιουσία που ανήκει στο Έθνος: τα «κοινά». Υπό την πίεση των χρηματοπιστωτικών αγορών και των διεθνών εκπροσώπων τους (της Τρόϊκα), η ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζεται να ιδιωτικοποιήσει περιουσιακά στοιχεία που δεν της ανήκουν. Οι διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας επιδιώκουν να της επιβάλλουν την αποδοχή της υπαγωγής του χρέους της στο αγγλικό δίκαιο, Οι ίδιοι πιστωτές  αγνοούν, φαίνεται, την ύπαρξη της έννοιας «κοινό αγαθό». Αυτή η έννοια, όπως πολύ σωστά την αναλύει ο Ούγκο Ματτέϊ[7], έχει ωστόσο διαμορφωθεί στον αγγλο-σαξωνικό κόσμο. Η σύγχυση ανάμεσα στο αγαθό που ανήκει στην κοινότητα και το κρατικό αγαθό που μπορεί να μεταφερθεί στον ιδιωτικό τομέα έχει να κάνει με έναν πολιτικό και νομικό αναχρονισμό και συνιστά, κατά τον Ματτέι, «συνταγματική ανευθυνότητα». Μια τέτοια ανευθυνότητα «επιτρέπει» στις κυβερνήσεις να πωλούν τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στο κοινωνικό σύνολο. Μας κάνει να λησμονούμε, επισημαίνει, ότι η πολιτική εξουσία οφείλει να τίθεται στην υπηρεσία του λαού και όχι το αντίστροφο.

Οι ελληνικοί θεσμοί πρέπει να σχεδιαστούν και να διαμορφωθούν κατά τρόπο που να θέτουν τα θεμέλια ενός κράτους Δικαίου που θα χαρακτηρίζεται πριν απ’όλα από έναν σαφή προσδιορισμό του τι έχει δικαίωμα να κάνει το κράτος, στο όνομα του γενικού συμφέροντος …και τι όχι.

Στον αντίποδα της απορρύθμισης που επιτελείται σήμερα, οι θεσμοί που έχουν να κάνουν με το εργατικό δίκαιο, ειδικά, πρέπει να ενισχυθούν και να εδραιωθούν. Ένας γενικευμένος ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας, όπως αυτός που επιδιώκει να επιβάλλει το ΔΝΤ στην Ελλάδα με την υποστήριξη της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης, δεν μπορεί παρά να διαλύσει τον κοινωνικό ιστό, ο οποίος πρέπει, αντιθέτως, να ισχυροποιηθεί.

Πρέπει να επαναπροσδιοριστεί η αποστολή των δημόσιων υπηρεσιών (παιδεία, υγεία, κλπ.) και ταυτόχρονα να εφοδιαστούν αυτές με περισσότερα μέσα. Για τούτο, επιβάλλεται να εκδημοκρατιστούν και να εξασφαλιστεί η συμμετοχή των χρηστών τους στη διαχείρισή τους.

Η κρατική διαφθορά χρησίμευσε ως εξήγηση του γεγονότος ότι πολλοί πολίτες αρνούνται να πληρώσουν φόρο ή το θεωρούν αυτό θυσία. Ακόμη χειρότερο: ορισμένοι θεώρησαν ότι ο φόρος είναι για να πληρώνεται μόνο από όσους αδυνατούν να τον αποφύγουν. Επομένως, αντί για μια απλή φορολογική μεταρρύθμιση επιβάλλεται μάλλον η αποκατάσταση του φόρου ως αρχής. Χωρίς φορολογικό σύστημα, δεν μπορούν να υπάρξουν δημόσιες υπηρεσίες που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες με τους απαιτούμενους όρους, ούτε και κοινωνική δικαιοσύνη που να εξασφαλίζει την ακριβοδικία μέσω μιας αναδιανομής επιτελούμενης με εργαλείο μια προοδευτική φορολογία.

Τέλος, η φύση, που είναι τόσο ωραία στην Ελλάδα, πρέπει να προστατευθεί. Οι ολοένα και πιο δραστικές δημοσιονομικές περικοπές είχαν επιπτώσεις και στο περιβάλλον: μείωση προσωπικού στις υπηρεσίες που ασχολούνται με την προστασία του περιβάλλοντος, νομιμοποίηση αυθαίρετων, παράνομη κοπή ξύλων στα δάση (κατανοητή, ωστόσο, σε περιόδους μεγάλου ψύχους) χαλάρωση των κανονισμών για την προστασία του περιβάλλοντος, με σκοπό την…. προσέλκυση επενδυτών. Όπως σωστά παρατήρησαν ορισμένοι σχολιαστές, επιβάλλεται να μην ενδώσουν οι Έλληνες στον πειρασμό της αντικατάστασης ενός χρέους (οικονομικού) από ένα άλλο χρέος (οικολογικό)[8]. Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη που θέτει σε κίνδυνο το φυσικό περιβάλλον, το οποίο πρέπει να θεωρείται, επίσης, κοινό αγαθό.

Κατακλείδα: μια ορισμένη Ελλάδα φαίνεται ότι κινδυνεύει να χαθεί, κι αν πρέπει να σωθεί, θα σωθεί πρωτίστως από τους ίδιους τους Έλληνες

Προφανώς, η Ελλάδα ως γεωγραφικός χώρος δεν μπορεί να πάψει να υπάρχει. Ως πολιτικός χώρος, είναι ελάχιστα πιθανόν να εξαφανιστεί τυπικά, αφού τα σύνορά της δεν απειλούνται πραγματικά από κανέναν στη σημερινή συγκυρία.

Σε αντίθεση με τη μυθοπλασία με την οποία αρχίζει τούτο το κείμενο, ο Παρθενώνας δεν  είναι αντικείμενο, για την ώρα, κάποιας εντολής κατεδάφισης και μεταφοράς του στο γερμανικό έδαφος προς καλύτερη συντήρησή του.

Ωστόσο, μια ορισμένη Ελλάδα θα μπορούσε να χαθεί: η Ελλάδα που υπήρξε το λίκνο της δημοκρατίας μας, η Ελλάδα που στάθηκε ικανή να ρίξει τις δυνάμεις της στη μάχη εναντίον της ναζιστικής βαρβαρότητας και πλήρωσε βαρύ τίμημα γι αυτό η Ελλάδα που επεδίωξαν να δολοφονήσουν λίγο πριν επιβληθεί το καθεστώς των συνταγματαρχών με την υποστήριξη της ηγεμονικής υπερδύναμης. Και η οποία επέζησε μολαταύτα με γράμμα-σύμβολο το «Ζ»[9].

Οι Έλληνες θα σώσουν τη χώρα τους και όχι εκείνοι που διατείνονται σήμερα ότι θέλουν να τους βοηθήσουν ενώ το μόνο που σκέφτονται είναι η διαφύλαξη των συμφερόντων τους, ειδικότερα των συμφερόντων των τραπεζών τους. Πράγματι, είναι πιθανόν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, απασχολημένοι καθώς είναι με τη διαφύλαξη, και δη την ενίσχυση, των συμφερόντων των τραπεζών τους να μην σταθούν ικανοί να εγκαταλείψουν μια μέθοδο καταναγκασμού. Είναι πολύ πιθανόν να μην σταθούν ικανοί να επιδείξουν τη σωφροσύνη που επιβάλλει να επιλέξουν έναν άλλο δρόμο, το δρόμο της στήριξης της επανεκβιομηχάνισης, που διαφάνηκε αμυδρά και κυρίως πολύ αργά.[10].

Το συμφέρον των Ελλήνων είναι να πάρουν το δρόμο της ανανέωσης, στον αντίποδα του αδιεξόδου στο οποίο ορισμένοι θα ήθελαν να τους κλείσουν οριστικά. Αυτό είναι, όμως, και το συμφέρον της Ευρώπης και της Γαλλίας, ειδικότερα. Αν οι ευρωπαϊκοί λαοί δεχτούν τη θυσία των κοινωνιών της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, στο βωμό του χρέους και των τραπεζών, τότε δεν θα αργήσει να έρθει η σειρά των επόμενων λαών. Επιβάλλεται να σώσουμε τον ελληνικό λαό από τους σωτήρες του, όπως μας καλεί μια ομάδα Ευρωπαίων διανοουμένων και καλλιτεχνών![11]


[1] De la rigueur à la récession, Le Monde Diplomatique, Δεκέμβριος 2011.

[2] Βλ. Gabriel Colletis, L’urgence industrielle !, εκδ. Editions du bord de l’eau, Βιλνέβ συρ Λοτ 2012.

[3] A.-G. Pascual – P. Ghezzi, The Greek Crisis : Causes and Consequences, CESifo Working Paper, n° 3663, Νοέμβριος 2011.

[4] Le Monde, 14 Φεβρουαρίου 2012

[5] Το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού (πριν από την πληρωμή των τόκων) πέρασε από το 10.6% του Α.Εγχ.Π που ήταν το 2009 στο 2,4% το  2011, προσεγγίζοντας το σημείο όπου η  Ελλάδα δεν θα είναι υποχρεωμένη να  δανειστεί παρά μόνο  για  την ανανέωση και αποπληρωμή του χρέους της.

[6] Όπως παραδέχτηκε ο Γερμανός υπουργός Εσωτερικών Χ.-Π. Φρίντριχ ο οποίος δήλωσε πρόσφατα στο Spiegel ότι «οι πιθανότητες της Ελλάδας να  ανακάμψει και να καταστεί ανταγωνιστική είναι προφανώς περισσότερες  αν  βγεί από  την Ευρωζώνη παρά αν μείνει σε αυτή» (δήλωση που παρέθεσε  η Le Monde της 29 Φεβρουαρίου 2012  υπό τον τίτλο «Οι Γερμανοί εγκρίνουν  το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας αλλά η πλειοψηφία διχάζεται»)

[7] Ugo Mattei, Rendre inalienables les biens communs, Le Monde Diplomatique, Δεκέμβριος 2011.

[8] O Zeus, retiens-les !, Le Monde, 23 Ιανουαρίου 2012.

[9] Ζήτα, όπως Ζωή ή, ακριβέστερα, «Ζεί»

[10] Τον Σεπτέμβριο του 2011, μια αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάκαμψη της οικονομίας επισκέφθηκε την Ελλάδα, εφοδιασμένη με 15 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτή η αποστολή δεν φάνηκε να σημείωσε και σπουδαία πρόοδο  σκοντάφτοντας σε διαδικαστικές δυσκολίες  όσον αφορά την  πλήρωση των προϋποθέσεων έγκρισης των χρηματοδοτήσεων, σημειωτέον   του όρου της τοπικής συν-χρηματοδότησης.

[11] Sauvons le peuple grec de ses sauveurs ! Κείμενο ομάδας Ευρωπαίων διανοουμένων και καλλιτεχνών,   Libération, 21 Φεβρουαρίου 2012.

One thought on “Είναι δυνατόν να χαθεί η Ελλάδα;

  1. Η ανάλυση του Gabriel Colletis βασίζεται στην διαπίστωση των σύγχρονων δυσκολιών της ελληνικής παραγωγικής διαδικασίας χωρίς να αναδεικνύει τις πραγματικές αιτίες της απορρύθμισης της Ελληνικής οικονομίας. Αφήνει λοιπόν να εννοηθεί, όπως είναι ευρέως αποδεκτό, ότι ο Ελληνικός διεφθαρμένος λαός είναι αυτός που προκάλεσε την οικονομική του αποσύνθεση. Όπως και στην υπόλοιπη εμπορικά ελλειμματική Ευρώπη η αποσύνθεση της παραγωγικής διαδικασίας αλλά και των κοινωνικών υποδομών δεν είναι έργο των δούλων. Η Ελλάδα έχει το “χάρισμα” από αιώνες τώρα να ελέγχει βέλτιστα τους δούλους της και να τους εκμεταλλεύεται στο μέγιστο βαθμό ο οποίος φτάνει μέχρι και την ολική τους εξόντωσή σε περιόδους κρίσης προκειμένου να διαφυλαχθεί η πρωτοκαθεδρία των εκμεταλλευτών της στην περιφέρεια. Η οποιαδήποτε λύση στα πλαίσια του κατεστημένου συστήματος έχει ως αποτέλεσμα την αποκρυστάλλωση μιας νέας τάξης πραγμάτων στις σχέσεις μεταξύ των εκμεταλλευτών και όχι στην βελτίωση της κατάστασης των παραγωγών δούλων. Ο μόνος τρόπος για να βελτιωθεί η κατάσταση τους και άρα ν´ανασυγκροτηθεί η παραγωγική διαδικασία είναι να επαναστατήσουν με μόνο στόχο την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά, τη κατάργηση της εκμετάλλευσης τους και την εξάλειψη των εκμεταλλευτών τους και άρα και των καταστροφικών ανταγωνισμών τους. Η αυτοδιάθεση των δούλων θα επαναφέρει τις ισορροπίες στην εσωτερική παραγωγή και στις δομές της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Leave a Reply

Your email address will not be published.