Δημοσιογραφία στα χρόνια της κρίσης: πως η οικονομία επηρεάζει το περιεχόμενο

Πρόσφατα έπεσα σε ένα άρθρο του NYT για την κρίση του αμερικάνικου Τύπου με πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Έμαθα για παράδειγμα ότι τις περασμένες εβδομάδες σημαντικές εφημερίδες στις ΗΠΑ – San Francisco Chronicle, Seattle Times, San Jose Mercury News, USA Today, Chicago SunTimes και άλλες- ανακοίνωσαν εκατοντάδες απολύσεις.

Το 2007 το σύνολο των εσόδων του αμερικάνικου Τύπου από πωλήσεις και διαφημίσεις έπεσε κατά 7%, μείωση που δεν έχει επαναληφθεί παρά μόνο μια φορά τα τελευταία 60 χρόνια, το 2001 εν μέσω χρηματιστηριακής κρίσης. Από το 2003 οι εφημερίδες χάνουν σταθερά 2% της κυκλοφορίας τους κατά μέσο όρο κάθε χρόνο.

Κάποιες μεγάλες εφημερίδες χάσανε τα τελευταία χρόνια 20 με 30% του αναγνωστικού κοινού τους. Ταυτόχρονα, διάφοροι παράγοντες όπως ο ανταγωνισμός του διαδικτύου, η κρίση της αγοράς ακινήτων και η οικονομική συγκέντρωση στον τομέα των λιανικών πωλήσεων μείωσαν σημαντικά τα έσοδα από τις μικρές αγγελίες.

Η οικονομική κρίση είχε επιπτώσεις στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και τον πλουραλισμό του ήδη συγκεντρωμένου αμερικάνικου Τύπου. Έτσι το 2007 σηματοδοτήθηκε από εξαγορές και συγχωνεύσεις (π.χ. ο όμιλος McClatchy αγόρασε το συγκρότημα Knight Ridder, και η News Corporation το Dow Jones & Company, εκδότη του Wall Street Journal ) αλλά και από το κλείσιμο πολλών μικρών εφημερίδων και περιοδικών.

Η αναδιάρθρωση των εκδοτικών συγκροτημάτων και η αναζήτηση τρόπων για ελαχιστοποίηση του κόστους λειτουργίας καταλήγει επίσης συστηματικά σε μείωση του δημοσιογραφικού δυναμικού. Παράλληλα οι συνθήκες εργασίας αυτών που μένουν χειροτερεύουν. Τα χαρακτηριστικά αυτά, όπως φαίνεται και εδώ, δεν αφορούν μόνο τις ΗΠΑ αλλά όλες τις ανεπτυγμένες χώρες με ελάχιστες εξαιρέσεις.

Το ερώτημα που γεννιέται εύλογα είναι το εξής: ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης στην ποιότητα της πληροφόρησης που λαμβάνουν οι πολίτες;

Πρόσφατα, μια ερευνητική ομάδα από το πανεπιστήμιο του Cardiff προσπάθησε να απαντήσει στο ερώτημα μέσω μιας ενδελεχούς μελέτης του Βρετανικού Τύπου με τίτλο The Quality and Independence of British Journalism.

Στην έρευνα φαίνονται καθαρά οι επιπτώσεις της πίεσης για αύξηση της παραγωγικότητας που δέχονται οι δημοσιογράφοι τα τελευταία χρόνια. Έτσι οι Βρετανοί συντάκτες παράγουν σήμερα κατά μέσο όρο τρείς φορές περισσότερο περιεχόμενο και πριν από είκοσι χρόνια.

Η πρωτοφανής αυτή αύξηση της παραγωγικότητας δεν εξηγείται μόνο από τις τεχνικές βελτιώσεις (υπολογιστές, διαδίκτυο, κινητά τηλέφωνα). Σε μεγάλο βαθμό η αύξηση της δημοσιογραφικής παραγωγής γίνεται εις βάρος της ποιότητας της. Τα πρωτότυπα ρεπορτάζ και οι εκτενείς έρευνες γύρω από κοινωνικοπολιτικά ζητήματα όλο και λιγοστεύουν. Αντίθετα η έλλειψη χρόνου και η καθημερινή πίεση οδηγεί τους δημοσιογράφους όλο και περισσότερο στην αντιγραφή από δελτία δημοσίων σχέσεων και ειδησεογραφικών πρακτορείων.

Έτσι το 60% των άρθρων που εξετάστηκαν από την ερευνητική ομάδα βασίζεται εξολοκλήρου ή σε μεγάλο βαθμό στις δύο αυτές « προπαρασκευασμένες » πηγές. Το ποσοστό αυτό είναι σίγουρα χαμηλότερο από το πραγματικό αφού οι δημόσιες σχέσεις σε πολλές περιπτώσεις γίνονται μέσω αδιαφανών πρακτικών και δεν αφήνουν ίχνη.

Οι κυριότεροι χρήστες γραφείων δημοσίων σχέσεων είναι οι επιχειρήσεις οι οποίες προσπαθούν να επηρεάσουν την κάλυψη των δραστηριοτήτων τους από τα ΜΜΕ προσφέροντας στους δημοσιογράφους « μασημένο φαγητό », δηλαδή περιεχόμενο έτοιμο για χρήση.

Σύμφωνα με τους Βρετανούς ερευνητές, αυτή η ανακύκλωση πληροφοριών καταλήγει σταδιακά στην ομοιομορφία των θεμάτων που παρουσιάζονται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ αλλά και στην στρέβλωση της πραγματικότητας. Αυτό γιατί, αντίθετα από την δημοσιογραφική δεοντολογία, στόχος των δημοσίων σχέσεων δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας και η υπεράσπιση του κοινωνικού συνόλου αλλά η προώθηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων.

Τελικά, η οικονομική κρίση του Τύπου, που ιστορικά ενσαρκώνει το ποιοτικότερο κομμάτι της δημοσιογραφίας, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην σταδιακή καταρράκωση της παραδοσιακής δημόσιας σφαίρας. Υπό αυτή την έννοια αποτελεί κίνδυνο για τη λειτουργία της δημοκρατίας.

Leave a Reply

Your email address will not be published.