Digital Labor: ολιγοπώλιο, εργασία και εκμετάλλευση στο διαδίκτυο

(Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την εισήγηση μου στο φεστιβάλ Bfest, Αθήνα, 28 Μαίου 2017.)

Τα τελευταία χρόνια οι ψηφιακές τεχνολογίες καταλαμβάνουν σταδιακά όλο και πιο κεντρικό ρόλο στην καθημερινότητα μας : κοινωνικότητα, εργασία, ψυχαγωγία, εκπαίδευση. Όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητές που βασίζονται στην επικοινωνία – δηλαδή σχεδόν το σύνολο των κοινωνικών μας συναναστροφών – αποικίζεται σταδιακά από ψηφιακές συσκευές, υπηρεσίες και δίκτυα τα οποία γίνονται απαραίτητα αλλά και εξαρτησιογόνα βοηθήματα της προσωπικής και επαγγελματική μας ζωής καθώς και της δημόσιας έκφραση μας.

Ταυτόχρονα το διαδίκτυο απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το ιδανικό ενός δημοκρατικού, συμμετοχικού και αποκεντρωμένου μέσου, όπως αυτό περιεγράφηκε κατά το παρελθόν. Αντίθετα, η εντατικοποίηση της χρήσης του λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης και απορρυθμισμένης οικονομίας που ευνοεί την οικονομική συγκέντρωση και ωθεί τους φορείς της ψηφιακής τεχνολογίας σε όλο και πιο εντατική εκμετάλλευση χρηστών και εργαζομένων με στόχο τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας τους. Έτσι, τα τελευταία χρόνια, το διαδίκτυο έχει εξελιχθεί σε ένα πεδίο σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ γιγαντιαίων πολυεθνικών για τον έλεγχο των ψηφιακών εργαλείων και των κερδών που αυτά αποφέρουν. Παρακάτω θα περιγράψω εν συντομία τις συνθήκες που επέτρεψαν την ανάδυση ενός διαδικτυακού ολιγοπωλίου καθώς και τις στρατηγικές που αυτό εφαρμόζει. Στη συνέχεια θα αναλύσω τις μεταλλαγές της εργασίας στο ψηφιακό περιβάλλον μέσα από το θεωρητικό υπόδειγμα του Digital Labor.

Το διαδικτυακό ολιγοπώλιο ως έμβλημα του ψηφιακού καπιταλισμού

Το 2016 αποτελεί ορόσημο της διαδικασίας μεταλλαγής του καπιταλισμού η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια. Όπως φαίνεται στον πίνακα 1, για πρώτη φορά πέντε από τις έξι μεγαλύτερες εταιρείες του πλανήτη, με βάση τη χρηματιστηριακή αποτίμηση τους, έχουν ως βασικό πεδίο δραστηριότητας τις ψηφιακές υπηρεσίες και προϊόντα . Μέσα σε 10 χρόνια οι Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft (GAFAM) ξεπάρασαν εταιρείες-σύμβολα του βιομηχανικού και χρηματιστικού καπιταλισμού όπως είναι οι πετρελαϊκές και οι τράπεζες (πίνακας 2). Οι GAFAM αποτελούν λοιπόν το εμβληματικό ολιγοπώλιο του σύγχρονου, ψηφιακού καπιταλισμού το οποίο εξετάζω κριτικά σε πρόσφατο βιβλίο (Smyrnaios, 2017).

Πίνακας 1 : οι δέκα μεγαλύτερες εταιρείες του πλανήτη με βάση τη χρηματιστηριακή τους αποτίμηση (Απρίλιος 2017)

Πίνακας 2 :  Top 5 των μεγαλύτερων εταιρειών του κόσμου με βάση τη χρηματιστηριακή τους αποτίμηση μεταξύ το 2006 και το 2017

Βασική εξήγηση της αμύθητης χρηματιστηριακής αξίας αυτών των πολυεθνικών του διαδικτύου είναι η πολύ υψηλή κερδοφορία τους. Για παράδειγμα τα μεικτά περιθώρια κέρδους των Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft κυμαίνονται από 25 μέχρι 40% τη στιγμή που ο μέσος όρος στη Wall Street είναι 10% (Πίνακας 3). Αυτό σημαίνει ότι για 100 δολάρια τζίρου τα 25 με 40 αποτελούν κέρδος. Με άλλα λόγια η κερδοφορία του διαδικτυακού ολιγοπωλίου είναι πολλαπλάσια από αυτή των πλουσιότερων εταιρειών οι οποίες δραστηριοποιούνται σε άλλους τομεις. Πως εξηγείται όμως αυτό το φαινόμενο;

Πίνακας 3 : σύγκριση του τζίρου και των μεικτού περιθώριου κέρδους των GAFAM για το πρώτο τρίμηνο του 2016

Η μυθολογία της Silicon Valley υποστηρίζει ότι η ιδιαίτερα υψηλή κερδοφορία των GAFAM είναι απλά επακόλουθο της τεχνολογικής καινοτομίας, όπως για παράδειγμα η σταδιακή υποκατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από μηχανές και αλγόριθμους. Η πραγματικότητα είναι όμως πολύ διαφορετική. Όπως δείχνει η έρευνα (Gray, Suri, 2017) ακόμη και οι πιο εξελιγμένες τεχνολογίες, υποτιθέμενης, τεχνητής νοημοσύνης (Artificial Intelligence) κρύβουν πίσω τους εντατική ανθρώπινη εργασία άρα και εκμετάλλευση. Συνεπακόλουθα η κερδοφορία της Google και των άλλων ωφείλεται αφενός στην ολιγοπωλιακή τους θέση, η οποία τους προσφέρει προνομιακή εκμετάλλευση ιδιαίτερα προσοδοφόρων αγορών, και αφετέρου στην ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής μέσω νέων μεθόδων εκμετάλλευσης της εργασίας.

Απορρύθμιση και ολιγοπώλιο

Πράγματι οι γίγαντες του διαδικτύου επωφελήθηκαν τα μέγιστα από την απορρύθμιση των αγορών και τη συνακόλουθη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες. Αξιοποιώντας την τεχνολογική σύγκλιση, την απουσία αποτελεσματικής ρύθμισης και τη διαθεσιμότητα τεράστιων οικονομικών πόρων, και δεδομένου ότι σημαντικό μέρος της δραστηριότητάς τους συνίσταται στην παραγωγή άυλων αγαθών, οι ολιγοπωλιακοί φορείς του διαδικτύου κατάφεραν να περιορίσουν και να ελέγξουν τον ανταγωνισμό μέσω πρακτικών όπως η ανέγερση τεχνολογικών εμποδίων στην είσοδο ανταγωνιστών, η αθέμιτη χρήση της πνευματικής ιδιοκτησίας, η μη διαλειτουργικότητα προϊόντων και υπηρεσιών, η κατάχρηση κυρίαρχης θέσης, η συμπαιγνεία (καρτέλ) κλπ.

Σε γενικές γραμμές, οι πρακτικές αυτές παραμένουν ατιμώρητες λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης εκ μέρους των ρυθμιστικών φορέων (βλέπε ΕΕ) αλλά και λόγω των περιορισμένων μέσων που έχουν στη διάθεσή τους. Αυτό σημαίνει ότι οι ενδεχόμενες κυρώσεις έρχονται συχνά πολύ αργά ή ότι οι διαφορές επιλύονται με ανώδυνους συμβιβασμούς για το ολιγοπώλιο.

Πληροφοριακή διαμεσολάβηση, κάθετη και οριζόντια συγκέντρωση

Κεντρική στρατηγική των προαναφερόμενων εταιρειών είναι η κάλυψη όλου του φάσματος υπηρεσιών, λογισμικών και ψηφιακών δομών που απαιτείται ούτως ώστε να συνδεθεί η ζήτηση και η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών. Με άλλα λόγια το ψηφιακό ολιγοπώλιο έχει σαν στόχο να υποκαταστήσει σταδιακά κάθε άλλο μηχανισμό της αγοράς από την πληροφοριακή διαμεσολάβηση που προσφέρουν οι πλατφόρμες του. Για να επιτευχθεί αυτό, οι ολιγοπωλιακοί φορείς επιτελούν τόσο κάθετη όσο και οριζόντια συγκέντρωση μέσω εξαγορών, συγχωνεύσεων και αποκλειστικών συνεργασιών προκειμένου να διασφαλιστεί η άμεση ή έμμεση παρουσία τους σε ολόκληρη την υλική και λογισμική υποδομή που είναι απαραίτητη για την παροχή περιεχομένου και υπηρεσιών στους χρήστες του διαδικτύου. Από τη μία προσπαθούν να ελέγξουν την αλυσίδα των ψηφιακών δομών που είναι απαραίτητες για τη χρήση του διαδικτύου. Από την άλλη δημιουργούν ένα οικοσύστημα δημοφιλών λογισμικών και υπηρεσιών με στόχο την αποκλειστική εκμετάλλευση των χρηστών.

Η κάθετη συγκέντρωση ορίζεται ως η συναρμολόγηση ενός συμπληρωματικού συνόλου δραστηριοτήτων που αποτελούν μια αλυσίδα παραγωγής υπό τον έλεγχο του ίδιου κέντρου λήψης αποφάσεων. Τέσσερα υποσύνολα και αντίστοιχες αγορές (λειτουργικά συστήματα, συσκευές, τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και data centres) αποτελούν τις ψηφιακές υποδομές τις οποίες ελέγχει το ολιγοπώλιο είτε άμεσα μέσω θυγατρικών, είτε έμμεσα μέσω αποκλειστικών και προνομιακών σχέσεων με άλλες εταιρείες. Η προσπάθεια των GAFAM να ελέγξουν αυτό το στρατηγικό σύνολο στο οποίο στηρίζεται η χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών φαίνεται στα τεράστια ποσά που επενδύουν σε ψηφιακές υποδομές (Πίνακες 4 και 5).

Πίνακας 4: ποσά που επενδύθηκαν σε ψηφιακές υποδομές το 2015 από Google, Microsoft, Amazon και Facebook

Πίνακας 5 : η εκθετική αύξηση των επενδύσεων των Google, Amazon και Microsoft σε ψηφιακές υποδομές

Η οριζόντια συγκέντρωση ορίζεται ως η συγκέντρωση εταιρειών που παράγουν υποκατάστατα αγαθά ή υπηρεσίες, Πρόκειται για αγαθά των οποίων η διακύμανση κατανάλωσης μπορεί να αντισταθμιστεί από μια αντίστροφη μεταβολή της ζήτησης, πράγμα που τους δίνει ένα είδος εναλλάξιμου και ανταγωνιστικού χαρακτήρα. Στο διαδίκτυο, όλες οι υπηρεσίες και τα λογισμικά που παρέχουν διαπροσωπική επικοινωνία ή πρόσβαση σε περιεχόμενο και πληροφορίες, καθώς και οι συνδυασμοί αυτών των δύο γενικών λειτουργιών, μπορούν να θεωρηθούν υποκατάστατα (π.χ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, κοινωνική δικτύωση, αναζήτηση, app stores). Όπως φαίνεται στους παρακάτω πίνακες, οι φορείς του διαδικτυακού ολιγοπωλίου ελέγχουν, σε διαφορετικούς συνδυασμούς, τις βασικές διαδικτυακές υπερεσίας επικοινωνίας και πρόσβασης.

Πίνακας 6: μερίδια στις αγορές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, κοινωνικής δικτύωσης, αναζήτησης και διανομής mobile apps


Κόστος συναλλαγής και διάσπαση της διαδικασίας παραγωγής

Ταυτόχρονα το διαδικτυακό ολιγοπώλιο εκμεταλλεύται στο έπακρο την κατακόρυφη πτώση του κόστους συναλλαγής στην ψηφιακή οικονομία ούτως ώστε να μεγιστοποιήσει την κερδοφορία του. Πράγματι η αυξανόμενη ψηφιοποίηση και δικτυοποίηση της οικονομίας ενίσχυσε τις συναλλαγές μέσω μηχανισμών της αγοράς στην διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας εις βάρος του ιεραρχικού και γραφειοκρατικού συντονισμού εντός της επιχείρησης. Η πληροφοριακή διαμεσολάβηση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας έγινε ο κεντρικός μηχανισμός που επέτρεψε τη διάδοση της λογικής της υπεργολαβίας σε όλα τα επίπεδα της παραγωγικής διαδικασίας. Η παραγωγή διασπάστηκε σε πολλαπλά στάδια που εκτελούνται από διαφορετικές μονάδες (επιχειρήσεις αλλά και μεμονωμένους εργαζόμενους, ακόμη κι από καταναλωτές ή χρήστες) χωρίς γεωγραφικούς ή άλλους περιορισμούς, οι οποίες συντονίζονται από ένα καπιταλιστικό κέντρο, μέσω ψηφιακών εργαλείων και δικτύων, στο οποίο όμως οι μονάδες αυτές δεν ανήκουν άμεσα.

Η τάση της διάσπασης της παραγωγικής διαδικασίας μέσω υπεργολαβίας και εξωτερικής ανάθεσης έργου χαρακτηρίζει πλεόν το σύνολο της οικονομίας, ακόμα και την παραδοσιακή βιομηχανία. Ωστόσο το διαδικτυακό ολιγοπώλιο εφαρμόζει αυτή τη στρατηγική σε υπερθετικό βαθμό. Ως αποτέλεσμα οι γίγαντες του διαδικτύου είναι ουσιστικά νάνοι σε ότι αφορά το εργατικό τους δυναμικό. Στο πίνακα 7 φαίνεται ότι οι Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft μαζί έχουν λίγότερους υπαλλήλους από τη Volkswagen.

Πίνακας 7: σύγκριση του εργατικού δυναμικού των GAFAM με Wallmart, Volkswagen, Carrefour

Στον Πίνακα 8 φαίνεται ο τεράστιος τζίρος ανά υπάλληλο των ίδιων εταιρειών. Συγκριτικά το αντίστοιχο ποσό για μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, τη Citigroup, είναι 300.000 δολάρια ανά υπάλληλο.

Πίνακας 8: ο κύκλος πωλήσεων ανά υπάλληλο των GAFAM για το 2015

Digital labor

Η δυνατότητα του διαδικτυακού ολιγοπωλίου να συσωρρεύει τεράστια κέρδη με σχετικά ελάχιστο εργασιακό κόστος ωφείλεται στην ικανότητα του να εκμεταλλεύται με απόλυτη αποτελεσματικότητα τις νέες μορφές εργασίας που αναπτύσσονται στις ψηφιακές αγορές. Αυτές οι νέες μορφές εργασίας εξετάζονται πλέον από τις κοινωνικές επιστήμες σαν ένα σύνολο με κοινά χαρακτηριστικά υπό τη γενική ονομασία Digital Labor.

Η έννοια του Digital Labor προέρχεται από μια δημοσίευση ορόσημο της Tiziana Terranova με τίτλο « Free Labor » (2000) η οποία, για πρώτη φορά, χαρακτήρισε δραστηριότητες άνευ αμοιβής όπως η δημιουργία ιστοσελίδων, η τροποποίηση λογισμικών, η συμμετοχή σε λίστες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και φόρουμ ως μια μορφή δωρεάν εργασίας. Μια δεκαετία αργότερα ο Trebor Scholz (2012) τόνισε την εμφάνιση μιας νέας ψηφιακής αγοράς εργασίας όπου οικείες μορφές της ανθρώπινης κοινωνικότητας καταστούνται εμπορεύσιμες και κερδοφόρες. Υπό αυτή την έννοια, η εμπορευματοποίηση των προσωπικών δεδομένων και η συγκομιδή της κοινωνικής δραστηριότητας που παράγει υπεραξία στο διαδίκτυο, όπως το user-generated content, ισοδυναμούν de facto σε απλήρωτη εργασία. Ο ορισμός του Digital Labor για τον Antonio Casilli (2015) είναι ακόμη πιο ευρύς και περικλύει οτιδήποτε καθιστά τις κοινωνικές σχέσεις που διαμεσολαβούνται ψηφιακά σε ένα ακόμη μέρος της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής.

Οικονομία των πλατφόρμων

Όμως η έλευση εταιρειών όπως η Uber και υπηρεσιών όπως το MTurk της Amazon συνέδεσε την έννοια του Digital Labor με πιο παραδοσιακές υπηρεσίες όπως πχ. οι μεταφορές. Η μορφή και η διάρθρωση της εργασίας στο εσωτερικό ακόμη κι αυτών των τομέων μεταλλάσσονται ταχύτατα στο πλαίσιο της ψηφιακής οικονομίας σε σημείο που η ορολογία η οποία αναφέρεται σε αυτές να μην έχει ακόμη σταθεροποιηθεί (online gig work, crowd work, crowdsourcing, on-demand work κλπ.). Σταδιακά λοιπόν η αποκλειστική εστίαση του Digital Labor στην οικονομική εκμετάλλευση της δραστηριότητας των χρηστών του διαδικτύου ως «free labor» έδωσε τη θέση της στην ανάλυση της ψηφιακής εργασίας ως μιας συνέχειας (continuum) απλήρωτων ή/και κακοπληρωμένων επισφαλών παραγωγικών δραστηριοτήτων οι οποίες ασκούνται από κοινωνικές ομάδες με διαφορετικά χαρακτηριστικά (απλοί χρήστες, εργαζόμενοι σε εταιρείες υπεργολαβίας, free lance εργαζόμενοι που πληρώνονται με το κομμάτι κλπ.) των οποίων το βασικό κοινό σημείο είναι ότι βρίσκονται, έμμεσα ή άμεσα, στην υπηρεσία διαδικτυακών πλατφόρμων.

Πράγματι η ψηφιακή εργασία βασίζεται στη διττή φύση των πλατφόρμων του διαδικτυακού ολιγοπωλίου οι οποίες λειτουργούν ταυτόχρονα ως επιχειρήσεις (firms) και αγορές (markets). Παραδοσιακά η οικονομική θεωρία διαχωρίζει τις επιχειρήσεις – ως ιεραρχικές δομές συντονισμού υλικών, πληροφοριακών και ανθρωπίνων πόρων με στόχο την παραγωγή υπό τον έλεγχο ενός κοινού κέντρου αποφάσεων – από τις αγορές που νοούνται ως οριζόντιες δομές συντονισμού ανεξάρτητων φορέων στη βάση της προσφοράς και της ζήτησης. Οι πλατφόρμες του διαδικτυακού ολιγοπωλίου όμως συνδυάζουν χαρακτηριστικά και των δύο (Gillespie, 2010). Έτσι η οικονομία του Facebook για παράδειγμα εξαρτάται τόσο από την εργασία των υπαλλήλων της εταιρείας όσο κι από αυτή των εκατομμυρίων χρηστών που παράγουν δωρεάν το περιεχόμενο που διακινείται εκεί, αλλά κι από αυτή που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό εκατοντάδων εταιρειών εργολαβίας που αναλαμβανουν να φιλτράρουν αυτά τα περιεχόμενα.

Τα θεωρητικά προβλήματα του Digital Labor

Μεταξύ των συμμετεχόντων στη θεωρητική συζήτηση γύρω από την έννοια του Digital Labor δεν υπάρχει ομοφωνία σε μια σειρά από βασικά ζητήματα : από πολλούς για παράδειγμα αμφισβητείται η ιδέα ότι η απλή δραστηριότητα σε ένα ψηφιακό μέσο δικτύωσης, όπως το ποστάρισμα μιας φωτογραφίας, πληρεί τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ως πραγματική εργασία ή το αν και κατά πόσο αυτή η δραστηριότητα υπόκειται σε εκμετάλλευση ή δημιουργεί αποξένωση στους χρήστες (βλέπε για παράδειγμα Hesmondhalgh, 2010).

Γενικότερα, μια σημαντική θεωρητική δυσκολία είναι το πως μπορεί να συνδυαστεί η κλασική μαρξιστική θεωρία της υπεραξίας με την έννοια της « άϋλης εργασίας » η οποία προέρχεται από τον ιταλικό αυτονομισμό και μετα-εργατισμό (βλέπε Lazzarato, 1996) και αποτελεί τη βασική πηγή έμπνευσης του Free Labor. Κάποιοι από τους θεωρητικούς του Digital labor όπως ο Christian Fuchs (2014) υιοθετούν μια ορθόδοξη μαρξιστική προσέγγιση βάσει της οποίας η δραστηριότητα στο Facebook μπορεί να αναλυθεί ως οποιαδήποτε άλλου τύπου εργασία. Εν προκειμένω η αξία που δημιουργείται από τους χρήστες του Facebook εναπόκειται στα data που παράγουν με τη χρήση της πλατφόρμας, η ποσότητα των οποίων αναλογεί στο χρόνο χρήσης.

Η καταλληλότητα της κλασικής θεωρίας της υπεραξίας για να αναλύσει κανείς την πολιτική οικονομία της χρήσης των social media αμφισβητείται από άλλους όπως ο Adam Arvidsson (2009) ο οποίος, ακολουθώντας τον Lazzarato, θεωρεί ότι πλέον η υπεραξία δημιουργείται στο σύνολο του χρόνου της κοινωνικής ζωής. Άρα λοιπόν η χρήση του Facebook πρέπει να αναλυθεί όχι ως εργασία, πράγμα που δεν είναι, αλλά ως διαδικασία κοινωνικής παραγωγής (social production) – δηλαδή το σύνολο των επικοινωνιακών, πολιτιστικών, διαλογικών, γλωσσικών ή ηθικών χαρακτηριστικών που αναπτύσσουν οι άνθρωποι στις σχέσεις τους.

Και σε αυτή την προσέγγιση υπάρχει μαρξιακή βάση, συγκεκριμένα το κείμενο The Fragment on Machines του Grundrisse. Σε αυτό ο Μαρξ υποστηρίζει ότι σε τελική ανάλυση η γνώση, με την έννοια της συσσωρευμένης εμπειρίας, αποτελεί την κινητήρια δύναμη του παραγωγικού συστήματος, κάτι που ονόμασε « general intellect» ή συλλογική νοημοσύνη. Για τον Ardvinsson λοιπόν οι διαδικτυακές υπηρεσίες είναι πρωταρχικής σημασίας για το σύγχρονο παραγωγικό σύστημα αφού αποτελούν ουσιαστικά « μηχανές συγκομιδής » της συλλογικής νοημοσύνης. Όμως η κεντρική διαφορά μεταξύ «ορθόδοξης» και «ανορθόδοξης» προσέγγισης του Digital Labor είναι ότι ενώ η πρώτη δεν βλέπει σε αυτό παρά ένα νέο τρόπο εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο, η δεύτερη υπογραμμίζει τη διττή και ταυτόχρονα οξύμωρη του φύση ως μέρος της παραγωγικής διαδικασίας αλλά, ταυτόχρονα, και ως μέσο έκφρασης, αυτο-οργάνωσης και στην τελική ανάλυση χειραφέτησης της κοινωνίας (βλέπε για παράδειγμα τη χρήση των ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης από τα κοινωνικά κινήματα).

Φαίνεται λοιπόν ότι η κριτική ανάλυση υπό το πρίσμα του Digital Labor παρουσιάζει ασυνέχειες αν όχι σοβαρές αντιφάσεις. Ανεξάρτητα όμως από αυτά τα – σημαντικά – θεωρητικά εμπόδια είναι αυτονόητο ότι η κριτική της πολιτικής οικονομίας του διαδικτύου πρέπει απαραίτητα να παίρνει υπόψη της τους νέους τρόπους οργάνωσης της ψηφιακής παραγωγής και αμοιβής των εμπλεκομένων, τις διαφορετικές μορφές εκμετάλλευσης και τις νέες μεθόδους συσσώρευσης υπεραξίας καθώς και τις διαλεκτικές σχέσεις που αυτές αναπτύσσουν μεταξύ τους (Δερτίνος, 2016). Από αυτή την σκοπιά η πολυσχιδής έννοια του Digital Labor αποτελεί ένα πολύτιμο θεωρητικό εργαλείο.

Τυπολογία της ψηφιακής εργασίας

Εάν ο βαθμός εκμετάλλευσης και αποξένωσης που πηγάζει από την χρήση του διαδικτύου καθαυτή αποτελεί αντικείμενο συζήτησης και διαφωνίας, δεν συμβαίνει το ίδιο με την επαγγελματική χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών. Οι εμπειρικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η ψηφιακή εργασία αυξάνεται γρήγορα αλλά και εξαπλώνεται σε διάφορους επαγγελματικούς τομείς.

Μπορούμε να σχηματοποιήσουμε τα διαφορετικά είδη ψηφιακής εργασίας σε τέσσερις κατηγορίες στις οποίες αντιστοιχούν ανάλογες πλατφόρμες : πρώτον, δημιουργικές και τεχνολογικές εργασίες οι οποίες απαιτούν υψηλές δεξιότητες η εκτέλεση των οποίων μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά από οπουδήποτε στον κόσμο, όπως η γραφιστική ή ο προγραμματισμός (η πιο γνωστή πλατφόρμα για διασύνδεση προσφοράς και ζήτησης για τέτοιου τύπου εργασία είναι η Upwork). Δεύτερον, επαναλαμβανόμενη εργασία τύπου «κλικ» που μπορεί να πραγματοποιηθεί ανεξάρτητα από την τοποθεσία και η οποία δεν απαιτεί ειδικές δεξιότητες (Clickworker, Mturk). Τρίτον, χειρωνακτικές υπηρεσίες που πραγματοποιούνται στις εγκαταστάσεις του πελάτη όπως το καθάρισμα ή η φροντίδα ευπαθών ομάδων (Taskrabbit). Και τέταρτον υπηρεσίες μεταφοράς ή παράδοσης πχ. φαγητού (Uber και Deliveroo). Ωστόσο, το μοντέλο αυτό εξαπλώνεται σταδιακά σε άλλους τομείς όπως οι υπηρεσίες υγείας, η διδασκαλία, οι νομικές υπηρεσίες κλπ. Υπάρχει λοιπόν η πιθανότητα σε λίγα χρόνια να γίνει το κυρίαρχο μοντέλο εργασιακής σχέσης αντικαθιστώντας, εν μέρει, την παραδοσιακή μισθωτή εργασία.

Το μέγεθος της αγοράς του Digital labor

Η ακριβής εκτιμήση του μεγέθους της αγοράς είναι δύσκολη. Η Upwork εκτιμά ότι η συνολική αξία της αγοράς ψηφιακής εργασίας το 2013 ήταν 1,6 δισ. δολάρια και προβλέπεται να φτάσει τα 47 δισ. δολάρια μέχρι το 2020. Το 2012, η Massolutions εκτίμησε ότι ο παγκόσμιος αριθμός των ψηφιακών εργαζομένων αυξάνεται κατά περισσότερο από 100% ετησίως, με κεφάλαια ύψους 300 εκατ. δολαρίων να έχουν επενδυθεί σε αυτή την αγορά μόνο το 2011. Ταυτόχρονα ο αριθμός των πλατφορμών αυξάνεται ραγδαία. Το Crowdsourcing.org παρέχει έναν κατάλογο με 2.967 πλατφόρμες ψηφιακής εργασίας κυρίως στις ΗΠΑ αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τον Μάρτιο του 2016 η Freelancer διαφήμιζε περίπου 18,5 εκατομμύρια εγγεγραμμένους χρήστες και περισσότερες από 8,5 εκατομμύρια προσφορές ψηφιακής εργασίας. Η Upwork διαθέτει στη βάση δεδομένων της περισσότερους από 359.000 προγραμματιστές, σχεδόν 50.000 προγραμματιστές mobile apps, 272.000 γραφίστες, 410.000 συγγραφείς περιεχομένου και 87.000 ειδικούς στο μάρκετινγκ. Οι ευρωπαϊκές πλατφόρμες είναι συχνά μικρότερες: η γερμανική Twago της Γερμανίας προσφέρει 569.000 ειδικευμένους ψηφιακούς εργαζόμενους και πάνω από 86.000 projects αξίας 450.435.050 ευρώ.

Μια ακραία ανταγωνιστική αγορά

Πρόσφατα αρκετές έρευνες μελέτησαν τα χαρακτηριστικά της ψηφιακής εργασίας (βλέπε για παράδειγμα Crowd Work in Europe 2016, The Risks and Rewards of Online Gig Work, 2016). Αυτό που διαπίστωσαν είναι ότι πολλοί ψηφιακοί εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με το πότε θα έχουν εργασία, σε τι θα συνίσταται αυτή και πότε θα πληρωθεί. Η αδυναμία πρόβλεψης του ωραρίου εργασίας δυσχεραίνει το σχεδιασμό της καθημερινότητας με συνέπειες για την προσωπική και οικογενειακή ζωή. Η ψηφιακή εργασία χαρακτηρίζεται επίσης από στενά χρονικά περιθώρια για να πάρει κάποιος την απόφαση να αναλάβει ή όχι, κι ένας εργαζόμενος μπορεί να χάσει μια δουλειά αν δίστασει έστω λίγα λεπτά πριν κάνει κλικ για να δεχτεί μια εργασία. Η αβεβαιότητα επιδεινώνεται σε πολλές περιπτώσεις από από το γεγονός ότι η πληρωμή εξαρτάται από το αν η εργασία κριθεί δεκτή ή όχι από τον πελάτη.

Οι αξιολογήσεις από εργοδότες ή πελάτες καθορίζουν επίσης εάν ο εργαζόμενος συνεχίσει να εργάζεται για μια πλατφόρμα ή είναι σε θέση να χρεώσει μια λογική τιμή. Οι αλγόριθμοι ελέγχου – οι οποίοι συνδυάζουν με αυτοματοποιημένο τρόπο διάφορα κριτήρια όπως βαθμολογίες αξιολόγησης και φήμης – διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο σε όλους τους τύπους πλατφόρμας. Αυτές οι αξιολογήσεις συνδυάζονται με το ιστορικό του κάθε εργαζόμενου από τους αλγόριθμους (αριθμός ολοκληρωμένων εργασιών, χρόνος εργασίας και συνολικές αποδοχές) προκειμένου να ταξινομηθούν οι εργαζόμενοι ούτως ώστε να ανατεθεί περισσότερη δουλειά προς αυτούς με την υψηλότερη κατάταξη. Αυτό σημαίνει ότι όσοι έχουν την καλύτερη συνολική φήμη είναι πιο πιθανό να λάβουν ακόμη περισσότερη δουλειά. Ταυτόχρονα δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής κατά αυτών των αποφάσεων, ούτε οποιαδήποτε διαδικασία για την ανεξάρτητη αξιολόγηση της ποιότητας του έργου. Σε κάποιες περιπτώσεις η αρνητική αξιολόγηση από τον πελάτη μπορεί να εξελιχθεί σε μια μορφή εκβιασμού ή και απάτης με στόχο την αποφυγή πληρωμής.

Λόγω του βαρύτατου ρόλου που παίζουν οι αξιολογήσεις, οι ψηφιακοί εργαζόμενοι απευθύνονται συχνά σε μεσάζοντες (δηλαδή άλλους ψηφιακούς εργαζόμενους) που έχουν ήδη υψηλή βαθμολογία. Αυτοί οι διαμεσολαβητές αναλαμβάνουν έργα τα οποία στη συνέχεια αναθέτουν σε τρίτους, διατηρώντας ένα μέρος της αμοιβής για τον εαυτό τους. Οι μεσάζοντες μπορούν επίσης να προσφέρουν πλεονεκτήματα στον πελάτη π.χ. σπάζοντας μεγαλύτερα έργα σε πιο εύχρηστα καθήκοντα, παρέχοντας διαχείριση έργου και ανάληψη ευθύνης για έγκαιρη παράδοση. Οι έμπειροι μεσάζοντες μπορεί επίσης να είναι καλύτεροι στην επιλογή εργαζομένων από ότι άπειροι πελάτες. Ωστόσο, οι μεσάζοντες μπορούν να περιπλέξουν τη ροή πληροφοριών από τους πελάτες προς στους εργαζόμενους, ενδεχομένως εμποδίζοντας την ανάπτυξη δεξιοτήτων από τους τελευταίους.

Ο ανταγωνισμός εντείνεται, κυρίως μεταξύ των clickworkers με λίγες ειδικευμένες δεξιότητες, εξαιτίας της υπερπροσφοράς εργασίας η οποία προέρχεται από χώρες του Νότου, όπως φαίνεται στον Πίνακα 9. Οι ψηφιακοί εργαζόμενοι του Νότου έχουν μικρότερες απαιτήσεις από αυτές του Βορρά ρίχνοντας έτσι το επίπεδο αμοιβών όπως στο παράδειγμα MTurk του όπου οι Ινδοί ανταγωνίζονται τους Αμερικάνους εργαζόμενους (Πίνακας 10)

Πίνακας 9 : ο αριθμός εργαζόμενων που προσφέρουν τις υπηρεσίες του στις πλατφόρμες του και ο αριθμός αυτών που πράγματι εργάζονται σε 7 χώρες του Νότου

Πίνακας 10: οι συμμετέχοντας σε μια εργασία Human Intelligence Task (HIT) του Mechanical Turk της Amazon

Το ψυχοκοινωνικό κόστος της ψηφιακής εργασίας

Οι ψηφιακοί εργαζόμενοι επηρεάζονται επίσης από τις συναισθηματικές και ψυχικές απαιτήσεις της δουλειάς τους. Για παράδειγμα οι εργαζόμενοι που φιλτράρουν τα περιεχόμενα που αναρτούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωποι με εικόνες και λόγο που αναδεικνύουν τη βάρβαρη πλευρά της ανθρώπινης φύσης συμπεριλαμβανομένων δολοφονιών, βασανιστηρίων, κτηνοβασίας και παιδικής πορνογραφίας (Roberts, 2016). Οι επιπτώσεις της συνεχούς έκθεσης σε τέτοια περιεχόμενα δεν μπορεί παρά να είναι δραματικές για την ψυχική υγεία των ψηφιακών εργαζομένων.

Αυτές οι δυσκολίες επιδεινώνονται από το γεγονός ότι οι ψηφιακοί εργαζόμενοι στερούνται άμεσων διαύλων επικοινωνίας με τον τελικό πελάτη αλλά και συλλογικής αντιπροσώπευσης κι έτσι αδυνατούν να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων που διαμορφώνει τις εργασιακές τους συνθήκες. Ακόμη και στην περίπτωση που η εργασία πραγματοποιείται σε ομάδες, η γεωγραφική απόσταση από τον εργοδότη και τα άλλα μέλη της ομάδας μειώνει τη δυνατότητα άμεσης αλληλεπίδρασης και συλλογικής δράσης. Η απομόνωση, η έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης και η απαίτηση να είναι αυτόνομοι αυξάνουν το ψυχολογικό στρες.

Επιπλέον ψυχοκοινωνική καταπόνηση μπορεί να προέλθει από την υποχρέωση των ψηφιακών εργαζομένων να συνδυάζουν διαφορετικές μικροεργασίες για διαφορετικούς εργοδότες και πελάτες από τους οποίους κανείς δεν έχει ευθύνη για τις συνθήκες εργασίας. Αν και οι ψηφιακοί εργαζόμενοι βρίσκονται υπό καθεστώς συνεχούς παρακολούθησης σε ότι αφορά την παραγωγικότητα (δείκτες απόδοσης, πληρωμή βάσει αποτελεσμάτων, αξιολογήσεις πελατών κλπ.) η ψυχική και σωματική υγεία τους δεν εξετάζεται από κανένα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει  σε σοβαρούς κινδύνους όχι μόνο για τον ψηφιακό εργαζόμενο, αλλά και για τους πελάτες και το ευρύ κοινό.

Το αμφίσημο καθεστώς της ψηφιακής εργασίας

Το καθεστώς απασχόλησης των ψηφιακών εργαζομένων αποτελεί επίσης ένα κεντρικό αλλά αμφιλεγόμενο ζήτημα. Το είδος της σχέσης εργασίας είναι καθοριστικής σημασίας για τον προσδιορισμό του οικονομικού κόστους και των ωφελειών αυτού του τρόπου οργάνωσης της εργασίας και για τον καθορισμό των δικαιωμάτων του εργαζόμενου. Για τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν αυτή τη μορφή εργασίας, η δυνατότητα εξωτερικοποίησης του κόστους που συνδέεται με την άμεση απασχόληση αποτελεί βασικό κίνητρο.

Οι υποχρεώσεις (και τα ανάλογα κόστη) που αποφεύγουν οι εταιρείες κάνοντας χρήση της ψηφιακής εργασίας περιλαμβάνουν τις υπερωρίες, την προστασία των κατώτατων μισθών, την ασφάλιση, το επίδομα ανεργίας, την άδεια μητρότητας, την αποζημίωση για τραυματισμούς, την αμειβόμενη άδεια ασθενείας και δυνατότητα κλπ. Στη λίστα αυτή μπορούν να προστεθούν δαπάνες που σχετίζονται με την παροχή χώρου εργασίας, εξοπλισμού, υλικών, μεταφορών, κατάρτισης κλπ. Στην πλειοψηφία τους οι εργοδότες των ψηφιακών εργαζόμενων τείνουν να αποφεύγουν μια νόμιμη σχέση απασχόλησης προτιμώντας το καθεστώς του «ανεξάρτητου εργολάβου» (μπλοκάκι), που διευκολύνεται από μια ποικιλία μοντέλων διαμεσολάβησης, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης εταιρειών που ενεργούν ως οιωνεί εργοδότες.

Κατακλείδα

Οι μεταλλάξεις της ψηφιακής εργασίας αποτελούν κατά κάποιο τρόπο το επιστέγασμα της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και το όνειρο του κάθε αφεντικού: επισφαλής κακοπληρωμένη εργασία, γενικευμένος ανταγωνισμός μεταξύ εργαζομένων από όλο τον πλανήτη, έλλειψη κάθε είδους συλλογικής οργάνωσης και διαπραγμάτευσης κλπ. Πάνω σε αυτήν την πραγματικότητα χτίζεται η παγκόσμια κυριαρχία του διαδικτυακού ολιγοπωλίου και η υψηλή του κερδοφορία.

Παρόλαυτά, αν και ο συσχετισμός δυνάμεων είναι άνισος, οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα αρχίζουν σταδιακά να αντιδρούν. Δεκάδες υποθέσεις εκκρεμούν στα δικαστήρια στις οποίες ψηφιακοί εργαζόμενοι ζητούν να αναγωριστούν ως υπάλληλοι αποκλειστικής απασχόλησης των εταιρειών για τις οποίες παράγουν έργο προσπαθώντας να εξασφαλίσουν μια σειρά δικαιωμάτων και εγγυήσεων. Τα μεγαλύτερα συνδικάτα της Ευρώπης, όπως η IG Metal στη Γερμανία και η CGT στη Γαλλία αρχίζουν να δείχνουν ενδιαφέρον για το πρόβλημα. Οι εμπειρικές έρευνες που παρουσιάζουν ατράνταχτα στοιχεία για τις νέες αυτές μορφές εκμετάλλευσης πολλαπλασιάζονται επίσης, καθώς και τα ανάλογα αιτήματα προς τις κυβερνήσεις.

Ταυτόχρονα ένα κίνημα με τίτλο Platform Cooperativism διεκδικεί ένα δικαιότερο μέλλον για την ψηφιακή εργασία προωθώντας συνεταιριστικές πλατφόρμες οι οποίες βασίζονται στη δημοκρατική διακυβέρνηση και την αλληλεγγύη. Βέβαια το κίνημα αυτό βρίσκεται στα σπάργανα και δεν μπορεί να συγκριθεί με τη δύναμη του ψηφιακού καπιταλισμού. Το μέλλον θα δείξει αν τέτοιες εναλλακτικές μπορούν να ευδοκιμήσουν ή αν το διαδίκτυο είναι καταδικασμένο να αποτελέσει τη φάμπρικα του 21ου αιώνα.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Hesmondhalgh D., 2010, « User-generated content, free labour and the cultural industries », Ephemera, vol. 10, p. 267-284.
Lazzarato M., 1996, “Immaterial Labour”, in Virno, P., Hardt, M. (Eds.), Radical Thought in Italy, Minneapolis, University of Minnesota Press.
Δερτίνος Σ., 2016, Για τους μηχανικούς και την οργάνωση της παραγωγής. Μία προκαταρκτική έρευνα υπό το πρίσμα της μαρξικής πολιτικής οικονομίας
Fuchs C., 2014, Digital Labour and Karl Marx, New York, Routledge.
Arvidsson A., 2009, “The ethical economy: Towards a post-capitalist theory of value”, Capital and Class, 33(1), p. 13-29.
Terranova T., 2000, “Free Labor: Producing Culture for the Digital Economy”, Social Text, 18(2), p. 33-58.
Scholz T., 2012, “Introduction: Why Does Digital Labor Matter Now?” in Digital Labor: The Internet as Playground and Factory, New York: Routledge, p. 1-10.
Casilli A., 2016, “Is There a Global Digital Labor Culture?”, 2nd symposium of the Project for Advanced Research in Global Communication (PARGC), Philadelphia, USA.
Smyrnaios N., 2017, Les GAFAM contre l’internet. Une économie politique du numérique, Ina éditions.
Gillespie, T., 2010, “The Politics of Platforms”, New Media & Society, 12 (3), p. 347-364.
Gray M.L., Suri S., 2017, “The Humans Working Behind the AI Curtain”, Harvard Business Review, January 2017.
Roberts S. T., 2016, « Commercial Content Moderation: Digital Laborers’ Dirty Work », in Media Studies Publications, Paper 12.

Leave a Reply

Your email address will not be published.