ΕΡΤ: πολιτικός αυταρχισμός και συρρίκνωση του δημόσιου χώρου

του Γιάννη Ευσταθόπουλου*

Η υπόθεση της ΕΡΤ και η πρωτοφανής κινητοποίηση στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό ενάντια στο κλείσιμό της συνιστούν ίσως ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα των τριών τελευταίων χρόνων. Όχι μόνο για τις πολιτικές εξελίξεις που φαίνεται να έχουν ήδη δρομολογήσει. Αλλά κυρίως για το γεγονός ότι επέτρεψαν –για πρώτη φορά ίσως– τη μαζική έκφραση ενός ειλικρινούς αισθήματος ένταξης σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, που μοιράζεται ένα κοινό πεπρωμένο αλλά και μια σειρά από αγαθά και υπηρεσίες που εξυπηρετούν πρωτίστως τις συλλογικές ανάγκες. Για τον λόγο αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι τα συνήθη νεοφιλελεύθερα επιχειρήματα περί αναποτελεσματικών και σπάταλων δημόσιων επιχειρήσεων παρουσιάζουν στην περίπτωση της ΕΡΤ σχετικά πιο περιορισμένη απήχηση στο κοινωνικό σύνολο. Ούτε η χαμηλή τηλεθέαση[1] αλλά ούτε και η προοπτική μιας «ανταγωνιστικής ΕΡΤ», που συστηματικά επικαλούνται τα κυβερνητικά στελέχη, μπορούν να κάμψουν την εκδήλωση της ευρείας αυτής υποστήριξης. Η φαινομενικά απρόσμενη αυτή εκδήλωση υποστήριξης στην ΕΡΤ χρήζει συνεπώς ερμηνείας.

Η ΕΡΤ και η οικονομία των αναγκών

Η ΕΡΤ αποτελεί ίσως μία από τις λιγοστές περιπτώσεις δημόσιου οργανισμού στην Ελλάδα το αντικείμενο του οποίου εκλαμβάνεται από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών ως μια γνήσια δημόσια υπηρεσία κοινής ωφέλειας που συμβάλλει έμπρακτα στην ικανοποίηση μιας σειράς ποικιλόμορφων κοινωνικών αναγκών. Ανάγκες εκπαιδευτικού και περιβαλλοντικού χαρακτήρα (προβολή ντοκιμαντέρ, ανθρωποκεντρικών παιδικών προγραμμάτων, περιβαλλοντική εκπαίδευση), πολιτιστικού χαρακτήρα (ευκαιρίες για νέους καλλιτέχνες και εναλλακτικές/πειραματικές δημιουργίες), αθλητικού χαρακτήρα (προβολή λιγότερο δημοφιλών αθλημάτων, γυναικείου αθλητισμού, αθλητών με ειδικές ανάγκες), περιφερειακού χαρακτήρα (προβολή και ενημέρωση απομακρυσμένων περιοχών της χώρας), ανάγκες δημοκρατικού επίσης χαρακτήρα (πλουραλισμός στην ενημέρωση, καταπολέμηση κάθε είδους διακρίσεων, εκπροσώπηση μειονοτήτων), ανάγκες των Ελλήνων του εξωτερικού (δορυφορική τηλεόραση), ανάγκες, τέλος, ακόμα και θρησκευτικού χαρακτήρα (μετάδοση λειτουργιών) ικανοποιούνται μέσω της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Η εξυπηρέτηση όλων αυτών των κοινωνικών αναγκών προσδίδει στην ΕΡΤ μια ισχυρή κοινωνική νομιμοποίηση. Ίσως και οι επιπτώσεις της κρίσης, με την κατάρρευση του ατομοκεντρικού καταναλωτικού «Ελντοράντο» της τελευταίας δεκαετίας, σε συνδυασμό με την ταχεία συρρίκνωση του δημόσιου χώρου που επιφέρουν οι πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής της Τρόικας, να ενίσχυσαν από την πλευρά τους – υποσυνείδητα – τη σημασία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ως προς την κάλυψη νέων κοινωνικών αναγκών, σε μια περίοδο μάλιστα κατά την οποία η ιδιωτική τηλεόραση διολισθαίνει σε ακόμα πιο χαμηλής ποιότητας προγράμματα.   

Τα διεθνή αποκαλυπτήρια της « εκσυγχρονιστικής πρότασης » του μνημονίου;

Η απόφαση για τον ξαφνικό θάνατο της ΕΡΤ και οι έντονα επικριτικές αντιδράσεις επιφανών ξένων πολιτικών, Ευρωπαίων αξιωματούχων και κορυφαίων μέσων μαζικής ενημέρωσης που πυροδότησε συνέβαλαν στο να αναδειχθούν και τα χαρακτηριστικά του επιχειρούμενου εκσυγχρονιστικού σχεδίου της ελληνικής οικονομίας. Το σχέδιο αυτό, πέρα από τον αυταρχικό χαρακτήρα που λαμβάνει η υλοποίησή του, αγνοεί πλήρως θεμελιώδεις λειτουργίες και αξίες των σύγχρονων ευρωπαϊκών κοινωνιών όπως είναι η ύπαρξη μιας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, ικανής να αντεπεξέλθει στα αυξημένα καθήκοντα που απορρέουν από την ανάγκη και την υποχρέωση εκπλήρωσης ενός εκ φύσεως πολυδιάστατου και σύνθετου έργου. Η κυβέρνηση, με την ΕΡΤ, απέδειξε – με μία μόνο κίνηση –  ότι το συνολικότερο εκσυγχρονιστικό της σχέδιο όχι μόνο προκαλεί τη συρρίκνωση του δημόσιου χώρου και την ταχεία εμπορευματοποίησή του[2] αλλά συμβαδίζει αναγκαστικά και με έναν πρωτοφανή για τα σύγχρονα ευρωπαϊκά δεδομένα πολιτικό αυταρχισμό. Είναι πλέον σίγουρο ότι ο χαρακτήρας αυτής της πολιτικής δεν πέρασε σε καμία περίπτωση απαρατήρητος από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που εκδήλωσαν ταχύτατα (και σε ανέλπιστο πολιτικό χρόνο για τη χώρα) υγιή αντανακλαστικά με την έμπρακτη αλληλεγγύη τους. Αξίζει στο πλαίσιο αυτό να σημειωθεί ότι το μπλακ άουτ της ΕΡΤ παραβίασε μια από τις βασικές αξίες της ευρωπαϊκής αντίληψης περί δημόσιας υπηρεσίας κοινής ωφέλειας (servic epublic), αυτή της συνέχειας, που επιβάλλει την αδιάκοπη παροχή μιας σειράς υπηρεσιών για λόγους δημοσίου συμφέροντος, από την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, νερού και άλλων ζωτικών αγαθών μέχρι και τη λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης για σκοπούς πλουραλιστικής εκπροσώπησης, αξιόπιστης ενημέρωσης και δημοκρατικής σταθερότητας. Δεν πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί τυχαίο ότι το γαλλογερμανικό δημόσιο κανάλι Arteαναφέρεται στα πρόσφατα γεγονότα στην Ελλάδα ως κατάργηση της « δημόσιας υπηρεσίας », μια πράξη με αδιαμφισβήτητα έντονα αρνητικό συμβολισμό για τις κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης[3].

Υπερβαίνοντας τα ιδεολογικά στεγανά της κυρίαρχης σκέψης

Από την περίπτωση της ΕΡΤ προκύπτουν και μια σειρά από απαντήσεις στα επιχειρήματα των μόνιμων επικριτών κάθε μορφής δημόσιας παρέμβασης στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Καταρχάς ότι ο δείκτης τηλεθέασης σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελεί από μόνος του επαρκές κριτήριο αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας μιας δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με την ίδια τη φύση της αποστολής που της έχει ανατεθεί, ήτοι με την παροχή υπηρεσιών με προκαθορισμένα και μη αγοραία χαρακτηριστικά, των οποίων οι χαμηλές προοπτικές επίτευξης κέρδους απλά δεν τις καθιστούν ελκυστικές για τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς παρόχους[4]. Έτσι, η σχέση της τηλεθέασης με την αποτελεσματικότητα μιας δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεόρασης (νοούμενη ως παροχή προγραμμάτων με προκαθορισμένα και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά) μπορεί κάλλιστα να είναι και αντίστροφη, με αποτέλεσμα η τηλεθέαση να μειώνεται όσο αυξάνεται η ποιότητα των προγραμμάτων. Ο ορισμός της ποιότητας ενός προγράμματος παραπέμπει βέβαια σε μεγάλο βαθμό σε αξιολογικές κρίσεις με αντικείμενο τι θεωρεί μια κοινωνία ως « καλό », επιβάλλοντας την πρόβλεψη δημοκρατικών συμμετοχικών διεργασιών για τον ορισμό τους. Αντίστροφα, η τηλεθέαση και η κερδοφορία αυξάνονται, δυστυχώς, όσο τα προγράμματα προσανατολίζονται σε επιλογές (πιο) χαμηλού επιπέδου (ριάλιτι, εμπορικές σειρές και ταινίες, λαϊφσταϊλ ενημέρωση και εκπομπές, κ.λπ.). Η διαπίστωση αυτή έχει προφανείς προεκτάσεις σε συστημικό επίπεδο: η αύξηση της ατομικής ωφέλειας των μετόχων της ιδιωτικής τηλεόρασης, που συνδέεται με τον διαδεδομένο – για τον ιδιωτικό τομέα – δείκτη κερδοφορίας, επιτυγχάνεται εις βάρος πιο διάχυτων επιδόσεων που αφορούν τη συλλογική ωφέλεια (ή πιο απλά την κοινωνική αποτελεσματικότητα των υπό αξιολόγηση οργανισμών). Το γεγονός αυτό αποδυναμώνει την αναφορά στην τηλεθέαση και την κερδοφορία ως αποκλειστικούς δείκτες για την αποτίμηση ενός οργανισμού που εξυπηρετεί πρωτίστως στόχους δημοσίου συμφέροντος. Πρόκειται εντέλει για ζήτημα κοινής λογικής, που επιβάλλει να αξιολογείται ένας οργανισμός βάσει των στόχων που του έχουν ανατεθεί και βάσει κατάλληλα διαμορφωμένων δεικτών και κριτηρίων, ικανών να καταγράψουν τις ζητούμενες επιδόσεις.

Τρία βήματα για την οικονομική και κοινωνική αποτελεσματικότητα της ΕΡΤ

Τα παραπάνω ωστόσο δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι η αποτελεσματικότητα πρέπει να αποτελεί ξένη έννοια για τα δημόσια κανάλια. Αναφέρονται έτσι ενδεικτικά τρία βήματα προς την κατεύθυνση διατήρησης μιας ισορροπημένης σχέσης μεταξύ της κοινωνικής και οικονομικής αποτελεσματικότητας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης (και κατ’ επέκταση κάθε οργανισμού που παρέχει υπηρεσίες κοινής ωφέλειας).

Πρώτον, οι στόχοι της δημόσιας τηλεόρασης οφείλουν να καθοριστούν σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους τους χρήστες, βάσει των πραγματικών τους αναγκών. Η δημοκρατική αυτή επιδίωξη βρίσκεται στον αντίποδα του µμοντέλου της εσωστρεφούς και συγκεντρωτικής δημόσιας επιχείρησης που κυριάρχησε ιστορικά κατά το δεύτερο µισό του 20ού αιώνα στην Ευρώπη. Το μοντέλο αυτό – παρά τις αδιαμφισβήτητες επιτυχίες του[5] – κατηγορήθηκε συχνά για την απουσία διαβούλευσης των ενδιαφερόµενων µερών, την περιφρόνηση των ποικιλόμορφων και µεταβαλλόµενων προσδοκιών των πολιτών, καθώς και την ανυπαρξία κάθε έννοιας λογοδοσίας ενώπιον του κοινωνικού συνόλου. Η πρόβλεψη συμμετοχικών διεργασιών για τον ορισμό της αποστολής της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης μπορεί έτσι να στηριχθεί σε καινοτόμες πρακτικές που καταγράφονται σήμερα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες στην ευρύτερη σφαίρα των δημόσιων οργανισμών και αγαθών[6].

Δεύτερον, οι δημοκρατικά διαμορφωμένοι αυτοί στόχοι, θα πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο μιας « σύμβασης απόδοσης » στα πρότυπα της διεθνούς εμπειρίας (performance contract, contrat dobjectifs κ.λπ.) μεταξύ της δημόσιας τηλεόρασης και του κράτους, που θα καθορίζει με ακρίβεια τόσο τους στόχους και την προθεσμία υλοποίησης όσο και τους δείκτες που θα χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγησή τους. Τέτοιου είδους συμβάσεις και θεσμικοί μηχανισμοί κοινωνικής λογοδοσίας υπάρχουν, για παράδειγμα, σε χώρες όπως η Σουηδία, η Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ιταλία και η Δανία, ορισμένα εκ των οποίων προβλέπουν και συγκεκριμένες δεσμεύσεις προς του χρήστες των υπηρεσιών τους[7]. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, συμβάσεις στόχων ή δημόσιας υπηρεσίας υπογράφουν διάφοροι οργανισμοί όπως η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (EDF), η Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας, τα Γαλλικά Ταχυδρομεία (LaPoste), ενώ η FranceTelevision διαθέτει και «μεσολαβητές» με στόχο την ενίσχυση του διαλόγου και των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ πολιτών και δημόσιων καναλιών[8].

Τρίτον, όσον αφορά την οικονομική αποτελεσματικότητα των δημόσιων οργανισμών, πρέπει να ευνοηθεί η διασφάλιση της παραγωγικής αποτελεσματικότητας έναντι της χρηματιστικής (κερδοφορία), δηλαδή η ικανότητα της επιχείρησης να εκπληρώσει ποσοτικά και ποιοτικά προκαθορισμένους στόχους με το μικρότερο δυνατό κόστος (χωρίς αυτό προφανώς να οδηγεί σε πρακτικές υποβάθμισης της εργασίας). Οι προαναφερθείσες συμβάσεις συνιστούν έτσι ιδανικό υπόβαθρο για την ενσωμάτωση της εν λόγω διάστασης στη λειτουργία των δημόσιων οργανισμών.

Οι αναλογίες με άλλες δραστηριότητες και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας

Οι τεράστιες διαφορές μεταξύ της ιδιωτικοοικονομικής και της δημόσιας διαχείρισης ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών εντοπίζονται και σε άλλους κλάδους που βρέθηκαν στο επίκεντρο του πτωχευμένου μοντέλου του χρηματιστικού καπιταλισμού της τελευταίας 15ετίας. Τόσο οι τηλεπικοινωνίες το 2000, με τη χρεοκοπία της WorldComκαι τη φούσκα των dotcom σε ΗΠΑ και Ευρώπη[9], όσο και οι τράπεζες, από το 2008 μέχρι σήμερα, κινήθηκαν βάσει ενός αποκλειστικού κινήτρου: της μεγιστοποίησης της βραχυπρόθεσμης κερδοφορίας σε επίπεδα « αποδεκτά » με βάση τις διεθνείς νόρμες απόδοσης κεφαλαίου των χρηματιστικών αγορών και επενδυτών (ROE = τουλάχιστον 15%)[10]. Ιδιωτικές (και ιδιωτικοποιημένες) τράπεζες και εταιρείες τηλεπικοινωνιών προχώρησαν έτσι σε υπερ-εμπορευματοποίηση βασικών κοινωνικών και οικονομικών υπηρεσιών και προϊόντων τους (που συγκαταλέγονται, βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας[11]) με προφανείς μεσοπρόθεσμες και συστημικές επιπτώσεις. Στον τραπεζικό τομέα, η συμμόρφωση με τέτοιου είδους νόρμες είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση επιχειρήσεων και ολόκληρων οικονομιών, την υπερχρέωση και τον τραπεζικό αποκλεισμό νοικοκυριών, την κοινωνικά ανεύθυνη χρηματοδότηση μη βιώσιμων παραγωγικών δραστηριοτήτων και καταναλωτικών φουσκών, την έξαρση του καταναλωτισμού εις βάρος των κοινών αγαθών[12]. Στις τηλεπικοινωνίες οδήγησε στην κοινωνικά και χωρικά άνιση ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιακών δικτύων, την προώθηση υπερ-εμπορευματοποιημένων υπηρεσιών αμφιλεγόμενης αξίας και τη μη βέλτιστη αξιοποίηση των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας για την κάλυψη συλλογικών αναγκών[13].

Αντί επιλόγου

Τόσο η περίπτωση της ΕΡΤ όσο και άλλων υπηρεσιών (ενέργεια, νερό, μεταφορές, υγεία, εκπαίδευση κ.λπ.) αναδεικνύουν σήμερα περισσότερο από ποτέ την επιτακτική ανάγκη διατήρησης των οργανισμών κοινής ωφέλειας υπό δημόσιο έλεγχο και τον εκσυγχρονισμό τους με βάση δημοκρατικές διαδικασίες και κριτήρια δημοσίου συμφέροντος. Στον αντίποδα των ιδιωτικοποιήσεων, η πρόσφατη διεθνής εμπειρία επαναφοράς υπό δημόσιο έλεγχο ιδιωτικοποιημένων υπηρεσιών (Γαλλία/Ύδρευση, Γερμανία/Ενέργεια) αποδεικνύει ότι η λειτουργία σύγχρονων δημόσιων επιχειρήσεων εν έτη 2013 όχι μόνο είναι εφικτή αλλά συνιστά επιπρόσθετα απαραίτητη συνθήκη για την αποκατάσταση του δημόσιου χώρου ενάντια στην στείρα ιδιώτευση (privatism), τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, τον οικολογικό μετασχηματισμό και την εδραίωση ενός βιώσιμου οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά αναπτυξιακού μοντέλου.

*οικονομολόγος, ειδικός στα θέματα δημόσιων επιχειρήσεων και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας


[1] Τα αποτελέσματα τηλεθέασης στην Ελλάδα από το 2001 μέχρι το 2013 είναι διαθέσιμα στη διεύθυνση http://www.agb.gr/gr/data/

[2] Σχετικά δείγματα γραφής είχαν καταγραφεί στο παρελθόν με την προβολή εκπομπών εφάμιλλων με αυτές των ιδιωτικών καναλιών. Βλέπε « Για μια ανοιχτή δημόσια τηλεόραση »

 http://smyrnaios.net/archives/163

[3] “Les Grecs prives de service public”.

[4] Στην καλύτερη περίπτωση, η ιδιωτική τηλεόραση μπορεί να καλύψει μερικώς αυτές τις ανάγκες, είτε με υποδεέστερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, είτε σε ποσοτικά ανεπαρκή επίπεδα.

[6] Ευσταθόπουλος, Γ. (2013), «Η έννοια του γενικού συμφέροντος στον τομέα του νερού: από την θεωρία στην πράξη», Ένθετο Οικοτριβές της Αυγής, 31.3.2013 http://oikotrives.wordpress.com/2013/03/31/general-interest-water/

[7]Βλ. Yoshiko, N. (2009), «Accountability in Public Service Broadcasting:

The Evolution of Promises and Assessments», NHK BROADCASTING STUDIES, No.7 http://www.nhk.or.jp/bunken/english/reports/pdf/09_no7_04.pdf

[11] «Ως υπηρεσίες κοινής ωφελείας νοούνται οι δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών, εμπορικού χαρακτήρα ή όχι, τις οποίες οι δημόσιες αρχές θεωρούν κοινωφελείς και για το λόγο αυτό τους επιβάλλουν ειδικές υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Περιλαμβάνουν τις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών μη οικονομικού χαρακτήρα (υποχρεωτικό σύστημα σχολικής εκπαίδευσης, κοινωνική προστασία, κ.λ.π.), τις λειτουργίες που αφορούν την άσκηση δημόσιας εξουσίας (ασφάλεια, δικαιοσύνη, κ.λ.π.) και τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (ενέργεια, επικοινωνίες, κ.λ.π.)».  http://europa.eu/legislation_summaries/glossary/general_interest_services_el.htm

[12] Βλ. Ευσταθόπουλος, Ι. (2009), Από την κοινωνική ευθύνη στην κοινωνική χρησιμότητα των τραπεζών, ΙΝΕ-ΟΤΟΕ. http://www.slideshare.net/seet2005/ss-3492450

[13] Το παράδειγμα των τηλεπικοινωνιών είναι χαρακτηριστικό για τις διαφορές μεταξύ της ατομικής και συλλογικής χρησιμότητας μιας υπηρεσίας. Η εμπορική λογική πριμοδοτεί κατά κόρον την ατομική χρησιμότητα των τηλεπικοινωνιακών προϊόντων και υπηρεσιών με συχνά αμφιλεγόμενης αξίας προϊόντα και αγαθά εις βάρος υπαρκτών προοπτικών αξιοποίησης των τεχνολογιών της επικοινωνίας και της πληροφορίας για την κάλυψη συλλογικών και κοινωνικών αναγκών όπως η τηλεϊατρική και η φροντίδα εξ αποστάσεως, η συστηματική διερεύνηση και καταγραφή των επιπτώσεων των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον, ο σχεδιασμός προϊόντων και υπηρεσιών βάσει προδιαγραφών που να ικανοποιούν τις ανάγκες των ατόμων με ειδικές ανάγκες, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, η πλήρης αξιοποίηση των δυνατοτήτων της εκπαίδευσης εξ αποστάσεως, η διάδοση ευφυών περιβαλλοντικών εφαρμογών (λ.χ. προστασία δασών), η επέκταση Δημόσιων Κέντρων Πληροφόρησης και των δημόσιων σημείων ασύρματης ευρυζωνικής πρόσβασης στο Διαδίκτυο (public hotspots) στο σύνολο της επικράτειας κ.λπ.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published.