Τι συμβαίνει στη Γαλλία; κρίση καθεστώτος και ριζοσπαστικοποίηση του κοινωνικού κινήματος

« Όταν το Παρίσι φτερνίζεται, η Ευρώπη κρυολογεί ». Αυτή η φράση του καγκελάριου Μέτερνιχ, σχολιάζοντας την παρισινή εξέγερση του Ιουλίου του 1830, συνοψίζει αρκετά καλά τις σκέψεις των Ευρωπαίων ηγετών βλέποντας τις εικόνες των μαζικών διαδηλώσεων, των οδοφραγμάτων και των πυρκαγιών στην καρδιά της γαλλικής πρωτεύουσας.

Στο ρόλο του Καρόλου του 10ου, του εκθρονισμένου βασιλιά της επανάστασης του Ιουλίου, ο Εμανουέλ Μακρόν είναι ένας πρόεδρος πιο μόνος από ποτέ. Μέσω της συνταξιοδοτικής απορρύθμισης που προσπαθεί να επιβάλει με αυταρχισμό και βία, κατάφερε να μετατρέψει μια κοινωνική δυσαρέσκεια σε μεγάλη πολιτική κρίση που φτάνει στα όρια κρίσης καθεστώτος.

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που εξηγούν την τρέχουσα κατάσταση. Ο πρώτος από αυτούς είναι η έλλειψη πολιτικής νομιμοποίησης του προέδρου και της κυβέρνησής του. Εκλεγμένος με λιγότερο από το ένα τρίτο των ψήφων στον πρώτο γύρο, ο Εμανουέλ Μακρόν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές μόνο επειδή βρέθηκε αντιμέτωπος με τη Μαρίν Λεπέν και το μεταφασιστικό κόμμα της. Η στενή εκλογική του βάση και η νίκη υπό τη λογική του « το μη χείρον βέλτιστον »  θα έπρεπε να είχαν ωθήσει τον Μακρόν να υιοθετήσει μια συναινετική και συνετή πολιτική.

Αυτό βέβαια δεν συνέβη εξαιτίας της μεγαλομανίας του Μακρόν, της αποσύνδεσης του μηχανισμού εξουσίας από την κοινωνική πραγματικότητα και του συντάγματος της Πέμπτης γαλλικής Δημοκρατίας που σχεδιάστηκε για να δώσει πλήρεις και ανεξέλεγκτες εξουσίες στον πρόεδρο, περιφρονώντας τη Βουλή και το λαό.

Ο Εμανουέλ Μακρόν και η πρωθυπουργός του νόμισαν ότι θα μπορούσαν να φορτώσουν όλο το βάρος της χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού στους ώμους των εργαζομένων, παρατείνοντας την περίοδο εισφορών κατά δύο χρόνια από τα 62 στα 64, χωρίς να ζητήσουν ούτε ένα σεντ από τους εργοδότες. Χωρίς πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, υπολόγιζαν ότι η Δεξιά θα υποστηρίξει αυτή την αντιδραστική μεταρρύθμιση.

Αλλά η κυβέρνηση γρήγορα μπλέχτηκε στα ψέματα και τις αντιφάσεις της. Τα λεγόμενα κοινωνικά μέτρα που περιλήφθηκαν στο νόμο με αντάλλαγμα την παράταση της διάρκειας των εισφορών αποδείχθηκαν δόλωμα. Για παράδειγμα, οι υπουργοί επαναλάμβαναν συνεχώς στην τηλεόραση ότι όλοι οι συνταξιούχοι θα έχουν ελάχιστη σύνταξη 1200 ευρώ, κάτι που αποδείχθηκε εντελώς ψευδές. Το ίδιο ισχύει και για τις γυναίκες, τους εργαζόμενους σε βαριά επαγγέλματα και όσους ξεκίνησαν να εργάζονται νωρίς, οι οποίοι επιβαρύνονται ιδιαίτερα από το νομοσχέδιο.

Ο διάλογος για τις συντάξεις μετατράπηκε έτσι γρήγορα σε μια ευρεία συζήτηση σε ολόκληρη τη γαλλική κοινωνία για την υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας και την απώλεια νοήματος στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Εκατομμύρια άνθρωποι εξέφρασαν την αγανάκτησή τους από την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης που υφίστανται καθημερινά, από τις αντιφατικές εντολές του μάνατζμεντ, από την απώλεια νοήματος που νιώθουν στο χώρο εργασίας. Αυτή η καταλυτική συζήτηση είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική απόρριψη της μεταρρύθμισης από την κοινή γνώμη και τη σταθερή και πλειοψηφική υποστήριξη του κοινωνικού κινήματος.

Η περιφρόνηση της κυβέρνησης προς τα συνδικάτα, συμπεριλαμβανομένων των πιο ρεφορμιστικών, όπως τη CFDT, συνέβαλε επίσης σε αυτό. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ενιαίο συνδικαλιστικό μέτωπο και μια βάση σε έξαψη, με πολλαπλά παράπονα στο πλαίσιο πληθωρισμού, αυξανόμενης φτώχειας και συσσώρευσης αμύθητου πλούτου για μια μικρή ελίτ που επωφελείται από τεράστια φορολογικά δώρα.

Έτσι, η περιουσία του Bernard Arnault, υποστηρικτή του Μακρόν, ιδιοκτήτη της LVMH και τρίτου πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο, τριπλασιάστηκε μέσα σε πέντε χρόνια. Ο χρηματιστηριακός δείκτης του Παρισιού έχει εκραγεί τα τελευταία χρόνια και τα μερίσματα που καταβάλλονται στους μετόχους έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ.

Υπάρχει επομένως άφθονο υλικό για τους πολιτικούς αντιπάλους του Μακρόν, και ιδίως για την αριστερή συμμαχία Nupes που συγκεντρώνει τους φίλους του Mélenchon, τους σοσιαλιστές, τους κομμουνιστές και τους οικολόγους. Ενώ οι πολιτικοί μηχανισμοί αυτών των κομμάτων είχαν την τάση να διχάζονται για θέματα τακτικής, θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση την πολιτική συνοχή του εγχειρήματος, το κοινωνικό κίνημα κατά του Μακρόν επανένωσε και ενεργοποίησε την αριστερή αντιπολίτευση, η οποία εξέφρασε τη λαϊκή δυσαρέσκεια μέσα στο κοινοβούλιο.

Σε αυτή τη συγκυρία πρέπει να προσθέσουμε βαθύτερους δομικούς παράγοντες. Ο πρώτος συνδέεται με την ανάδυση μιας γενιάς η οποία, αντιμέτωπη με τα κοινωνικά, πολιτικά και οικολογικά αδιέξοδα του καπιταλισμού, όλο και ριζοσπαστικοποιείται. Αυτοί οι νέοι δεν πιστεύουν πλέον στις αξίες του ατομικισμού, του καταναλωτισμού και του προσωπικού πλουτισμού που αποτέλεσαν τη βάση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Απορρίπτουν τον « Μακρόν και τον κόσμο του », όπως λέει ένα πετυχημένο σύνθημα. Με άλλα λόγια δεν περιορίζονται σε μια κριτική της κυβέρνησης ή συγκεκριμένων μέτρων, αλλά αντιτίθενται στην κυρίαρχη ιδεολογία και στις αξίες που δόμησαν την οικονομία και την κοινωνία τα τελευταία σαράντα χρόνια. Ως αποτέλεσμα πολλαπλασιάζονται στη χώρα οργανώσεις νεολαίας, ομάδες και δίκτυα ακτιβισμού που απαιτούν πλέον ρητά το τέλος του καπιταλισμού και που τροφοδοτούν και δομούν το σημερινό κίνημα.

Ταυτόχρονα, μπροστά στη μαζική απόρριψη της κυρίαρχης ιδεολογίας από την κοινή γνώμη, ο ιδεολογικός μηχανισμός της εξουσίας ραγίζει. Οι γέρικοι, αντιδραστικοί σχολιαστές που κυριαρχούν στους τηλεοπτικούς δέκτες φαίνεται να είναι εντελώς εκτός κλίματος. Η δυσπιστία του πληθυσμού απέναντι στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης αυξάνεται την ίδια στιγμή που η ελεύθερη δημόσια έκφραση στα κοινωνικά δίκτυα επαναπολιτικοποιεί μεγάλα τμήματα της γαλλικής κοινωνίας και επιτρέπει τον αυθόρμητο συντονισμό δράσεων, όπως συνέβη με το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων τέσσερα χρόνια πριν.

Έτσι, μετά τη χρήση του άρθρου 49.3 του συντάγματος από την κυβέρνηση και την υιοθέτηση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης χωρίς καμία ψηφοφορία από το κοινοβούλιο, το ποτήρι της οργής ξεχείλισε. Το κοινωνικό κίνημα παίρνει μια πολιτική και ριζοσπαστική στροφή. Εκτός από τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη και την άρνηση της μεταρρύθμισης, υπάρχει τώρα και το αίτημα για πραγματική δημοκρατία. Η γαλλική κοινωνία δεν ανέχεται πλέον να κυβερνάται με αυθαίρετο τρόπο από μια ελίτ αποκομμένη από τον κοινωνικό ιστό που αναπαράγεται αιμομικτικά στα κυριλέ σαλόνια της εξουσίας και του μεγάλου κεφαλαίου

Αυτό το δημοκρατικό αδιέξοδο στη σημερινή συγκυρία προφανώς και δημιουργεί έναν σημαντικό κίνδυνο, διότι προετοιμάζει δυνητικά το έδαφος για την άνοδο στην εξουσία της Γαλλίας μιας ξενοφοβικής και αυταρχικής ακροδεξιάς. Από αυτή την άποψη, το σημερινό κίνημα είναι θεόσταλτο για την Αριστερά, διότι προβάλλει μια πολιτική ατζέντα που την ευνοεί και, ταυτόχρονα, αποκαλύπτει τις αμφισημίες και την υποκρισία της Marine Le Pen. Τώρα, όλες τις κοινωνικές δυνάμεις ρίχονται στη μάχη για την τελική νίκη, δηλαδή την απόσυρση αυτής της μεταρρύθμισης. Και στη συνέχεια αυτή η νίκη πρέπει να μετατραπεί σε πολιτική διέξοδο αυτής της κοινωνικής οργής για να αλλάξει επιτέλους ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων, στη Γαλλία και στην Ευρώπη.

Leave a Reply

Your email address will not be published.