Το χρονικό της νομοθεσίας περί βασικού μετόχου στα ΜΜΕ

mmeΑυτη την περίδοδο η κυβέρνηση επισπεύδει τον διαγωνισμό για την παραχώρηση νέων τηλεοπτικών αδειών πανελλαδικής εμβέλειας στο πλαίσιο του νόμου Παππά-Σπίρτζη. Στόχος του νόμου, σύμφωνα με τους δημιουργούς του, είναι η εξυγίανση του τηλεοπτικού τοπίου μέσω της ανάδειξης βιώσιμων ΜΜΕ που δεν θα εξαρτώνται από τον τραπεζικό δανεισμό και η αντιμετωπιση της διαπλοκής μεταξύ πολιτικής, οικονομικής και μηντιακής εξουσίας. Από την άλλη πλευρά οι καναλάρχες προσπαθούν να προσβάλλουν το σκεπτικό του νόμου με παρέμβαση στα ευρωπαϊκά όργανα, “ακολουθώντας το μοντέλο της αμφισβήτησης του «Βασικού Μετόχου» επί κυβερνητικής θητείας του Κώστα Καραμανλή”.

Πράγματι, η τελευταία προσπάθεια ρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου με στόχο την αντιμετωπιση της διαπλοκής έγινε το 2005 κατά την πρώτη θητεία του Κώστα Καραμανλή με τον περίφημο νόμο περί βασικού μετόχου που προσπάθησε να αποκλείσει από την ιδιοκτησία ΜΜΕ φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν οικονομικές σχέσεις με το δημόσιο. Η ρύθμιση αυτή όμως απορρίφθηκε τότε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία θεώρησε ότι περιόριζε αδικαιολόγητα την επιχειρηματική δραστηριότητα. Προφανώς η ίδια επιχειρηματολογία χρησιμοποιείται σήμερα από τους καναλάρχες ενάντια στο νόμο Παππά- Σπίρτζη. Έχει ενδιαφέρον λοιπόν να θυμηθούμε τι συνέβη τότε. Παρακάτω θα παρουσιάσω το χρονικό της νομοθεσίας περί βασικού μετόχου στα ΜΜΕ όπως αυτό δημοσιεύθηκε το 2010 στο βιβλίο Ο κόσμος της τηλεόρασης : θεωρία, ανάλυση προγραμμάτων και ελληνική πραγματικότητα, επιμέλεια Ιωάννα Βώβου, Εκδόσεις Ηρόδοτος.

Το πλαίσιο του ν. 2328/1995

Η διάταξη του ν. 2328/1995 σχετικά με το ασυμβίβαστο προμηθευτή του δημοσίου και μετόχου τηλεοπτικού σταθμού στοχεύει στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος από τη χρήση αθέμιτων μέσων για την εξασφάλιση κρατικών κονδυλίων. Η βασική της ιδέα είναι ότι οι οικονομικοί παράγοντες της τηλεόρασης που δραστηριοποιούνται και σε άλλους τομείς, μέσω της διαγώνιας συγκέντρωσης, έχουν την δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τα μέσα ενημέρωσης που ελέγχουν για να ασκήσουν πίεση προς την πολιτική εξουσία ώστε να επιτύχουν ευνοϊκή μεταχείριση των εταιρειών τους. Στην αναθεώρηση του 2001 η διάταξη αυτή προστέθηκε στο Σύνταγμα αφού ψηφίστηκε από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, καθώς και από τον Συνασπισμό.

Η ομοφωνία αυτή βρίσκει την εξήγηση της σε τρία χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας τα οποία, εμμέσως πλην σαφώς, αναγνωρίστηκαν ως πραγματικά από το νομοθετικό σώμα της Βουλής. Πρώτο, την μακρά περίοδο διακυβέρνησης από τα δύο μεγάλα κόμματα που δημιούργησε τις προϋποθέσεις συνδιαλλαγής μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και των βασικών παραγόντων του επικοινωνιακού συστήματος. Δεύτερο, την ανισομερή οικονομική ανάπτυξη της χώρας στην οποία το κράτος αποτελεί και τον κύριο κάτοχο και επενδυτή σημαντικών κεφαλαίων μέσω των δημόσιων έργων. Η τάση αυτή οξύνθηκε αισθητά μετά την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 από την πόλη της Αθήνας και την υποχρέωση εκτέλεσης σημαντικών κατασκευαστικών έργων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τρίτο, το καθεστώς ανομίας μέσα στο οποίο έγινε η απορρύθμιση της τηλεοπτικής συνιστώσας του επικοινωνιακού συστήματος, που επέτρεψε τη χειραγώγηση των μέσων για αλλότριους σκοπούς και το οποίο διαιωνίζεται.

Η συνταγματική διάταξη περι Ελευθερίας του Τύπου

Ο συνδυασμός των χαρακτηριστικών αυτών οδήγησε τους Έλληνες βουλευτές στην ψήφιση της συνταγματικής αυτής διάταξης η οποία και αποτελεί μέρος του άρθρου 14 περί Ελευθερίας του τύπου. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό αφού το ασυμβίβαστο φαίνεται να στοχεύει πρωτίστως στην υγιή λειτουργία των μέσων ενημέρωσης και κατ’επέκταση της δημόσιας σφαίρας και δευτερευόντως στην μεταρρύθμιση του συστήματος ανάθεσης των δημοσίων έργων.

Η συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη εισάγει δύο έννοιες οι οποίες δεν υπήρχαν σε αυτή τη μορφή στον ν. 2328/1995, αυτές του βασικού μετόχου και του παρένθετου προσώπου. Η πρώτη αφορά τους μετόχους που, χωρίς να διαθέτουν την πλειοψηφία του κεφαλαίου, μπορούν να ασκούν επιρροή στην στρατηγική μίας επιχείρησης. Η δεύτερη αφορά τους πλασματικούς μετόχους που ουσιαστικά ελέγχονται από τρίτους αφού δεν διαθέτουν οικονομική αυτονομία. Ο ακριβής καθορισμός των εννοιών αυτών αφέθηκε για αργότερα. Έτσι η πρώτη νομοθετική εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης περί βασικού μετόχου έγινε από την κυβέρνηση Σημίτη το 2002 μέσω του εκτελεστικού νόμου 3021/2002.

Εκεί αποφασίστηκε η υποχρέωση παρουσίασης πιστοποιητικού διαφάνειας από το ΕΡΣ για κάθε εταιρεία που συμμετέχει σε διαγωνισμούς για δημόσια έργα άνω των 250.000 ευρώ. Ο βασικός μέτοχος καθορίστηκε ως το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει το λιγότερο 5% του κεφαλαίου μιας εταιρείας. Επίσης δόθηκε η δυνατότητα έκδοσης πιστοποιητικού διαφάνειας σε πρόσωπα του συγγενικού κύκλου βασικού μετόχου τηλεοπτικού σταθμού που όμως μπορούν να αποδείξουν την οικονομική τους αυτοτέλεια την οποία και θα ήλεγχε το ΕΡΣ. Στην συνέχεια, τον Απρίλιο του 2003, η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε την πρώτη επιστολή από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην οποία οι τελευταίες εξέφραζαν την ανησυχία τους σχετικά με την συμβατότητα του συγκεκριμένου νόμου με το ευρωπαϊκό δίκαιο περί προστασίας της ελεύθερης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών κατά την οποία η ελληνική κυβέρνηση διαβεβαίωνε τον Επίτροπο για θέματα ανταγωνισμού Bolkestein ότι ο ν. 3021 ήταν προσωρινός και ότι σύντομα θα υπήρχε εναρμόνιση με την κοινοτική νομοθεσία.

Η νίκη της ΝΔ και η επιστροφή του βασικού μετόχου

Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2004 άλλαξε αυτό το σχεδιασμό αφού η «μάχη κατά της διαπλοκής» αποτελούσε προεκλογική της υπόσχεση. Έτσι ο ν. 3310 που ήρθε προς ψήφιση στο κοινοβούλιο τον Ιανουάριο του 2005 ήταν καταρχήν πιο αυστηρός από τον προηγούμενο. Το ποσοστό που ορίζει τον βασικό μέτοχο κατέβηκε στο 1% και το ασυμβίβαστο επεκτάθηκε αυτόματα σε όλα τα συγγενικά πρόσωπα και ιδρύματα που σχετίζονται μαζί του. Παράλληλα όμως το ποσό των δημοσίων αναθέσεων που απαιτούν πιστοποιητικό διαφάνειας αυξήθηκε. Η εξέλιξη αυτή αφαίρεσε ουσιαστικά από το πεδίο εφαρμογής του νόμου όλους τους διαγωνισμούς που αφορούν προμήθειες κάτω του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Έτσι η συγκεκριμένη διάταξη φωτογράφιζε κατά κάποιο τρόπο τον τομέα των κατασκευών που απαιτεί υψηλές επενδύσεις και στον οποίο δραστηριοποιείται μαζικά ουσιαστικά μόνο ο χρηματιστικός πόλος Μπόμπολα.

Ταυτόχρονα, η δανειοδότηση, η οποία συνιστά σημαντικό παράγοντα οικονομικής εξάρτησης, δεν συμπεριελήφθη στη διάταξη ούτως ώστε το ασυμβίβαστο να μην αφορά την έμμεση χρηματοδότηση ΜΜΕ εκ μέρους τραπεζών που συναλλάσσονται με το Δημόσιο. Η ψήφιση του νέου νόμου δεν είχε λοιπόν άμεσα αποτελέσματα ως προς την προσδοκούμενη αναδιάρθρωση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των ΜΜΕ, παρά μόνο την ατελέσφορη προσπάθεια της οικογένειας Μπόμπολα να πουλήσει την Πήγασος Εκδοτική στο Θόδωρο Αγγελόπουλο. Τελικά η μόνη συνέπεια του νόμου ήταν η προσωρινή εκχώρηση μετοχών της Ελληνικής Τεχνοδομικής από τον Λεωνίδα Μπόμπολα στους άλλους βασικούς μετόχους της εταιρείας.

Η αντίδραση της Κομισιόν

Πάραυτα ο νέος Επίτροπος για θέματα ανταγωνισμού Charles McCreevy απέστειλε προειδοποιητική επιστολή στην ελληνική κυβέρνηση ζητώντας την άμεση τροποποίηση του νόμου περί βασικού μετόχου. Από την επιστολή αυτή που δημοσιεύτηκε στον ελληνικό τύπο και η οποία ανακεφαλαιώνει την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών συμπεραίνουμε τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ελληνικής κυβέρνησης αντίστοιχα. Σύμφωνα με τις υπηρεσίες του Επίτροπου McCreevy, ο ν. 3310/2005 αντίκειται σε βασικές αρχές της κοινής αγοράς, αυτές της ελεύθερης επιχειρηματικής δραστηριότητας και της ελεύθερης διακίνησης του κεφαλαίου, και για αυτό πρέπει να τροποποιηθεί. Με άλλα λόγια, η διασφάλιση της πολυφωνίας των ΜΜΕ που επικαλείται η ελληνική κυβέρνηση, η οποία και αποτελεί δημόσιο αγαθό, θεωρείται από τον Επίτροπο ως υποδεέστερος στόχος από την απρόσκοπτη οικονομική δραστηριότητα, μολονότι η τελευταία αφορά κατά κύριο λόγο συμφέροντα ιδιωτών.

Έστω κι αν η συνταγματική διάταξη από την οποία πηγάζει ο εν λόγω εκτελεστικός νόμος αναφέρεται ρητά στη Ελευθερία του τύπου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι το ζήτημα αφορά αποκλειστικά τον Επίτροπο για θέματα ανταγωνισμού και όχι την Επίτροπο υπεύθυνη για θέματα επικοινωνίας και πολιτισμού. Η ερμηνεία αυτή έχει σημαντικές συνέπειες αναφορικά με τον χειρισμό του θέματος. Αυτό γιατί τα θέματα ανταγωνισμού αποτελούν κατεξοχήν τομέα ευθύνης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ως εκ τούτου το πρωτογενές και δευτερογενές ευρωπαϊκό δίκαιο υπερτερεί του εθνικού το οποίο και πρέπει να εναρμονιστεί με το πρώτο. Από την άλλη, σε ότι αφορά το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ΜΜΕ, η ευθύνη σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες εμπίπτει στις κυβερνήσεις των χωρών μελών των οποίων η νομοθεσία υπακούει στις εθνικές ιδιαιτερότητες.

Στην περίπτωση του νόμου περί βασικού μετόχου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε μια αμφισβητούμενη ερμηνεία θεωρώντας ως πιο σημαντική διάσταση τους περιορισμούς που ο νόμος επιβάλλει στην επιχειρηματική δραστηριότητα και όχι τα αναμενόμενα αποτελέσματα από αυτούς σε ότι αφορά τη λειτουργία των ΜΜΕ. Τέλος, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής υιοθέτησαν στην επιχειρηματολογία τους μία τεχνοκρατική προσέγγιση μη δεχόμενες ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της ιδιοκτησίας ενός μέσου ενημέρωσης και της δημοσιογραφικής του γραμμής. Με άλλα λόγια, το απλοϊκό σκεπτικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει χειραγώγηση ενός μέσου και μάλιστα από μετόχους που δεν διαθέτουν την απόλυτη πλειοψηφία του κεφαλαίου, αφού η δημοσιογραφική δεοντολογία το απαγορεύει.

Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης Καραμανλή

Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Καραμανλή υποστήριξε στην αλληλογραφία με την ΕΕ ότι ο ν.3310 αποσκοπεί στην υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος και ότι τα λαμβανόμενα μέτρα είναι κατάλληλα και ανάλογα του επιδιωκόμενου σκοπού. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση ανέφερε επίσης ρητά ότι η συγκεκριμένη νομοθεσία αφορούσε κατά κύριο λόγο τις ελληνικές επιχειρήσεις. Αυτό γιατί μόνο οι τελευταίες θεωρούνταν ικανές να καταχραστούν την επιρροή που ασκούν στα μέσα ιδιοκτησίας τους για να αποκτήσουν δημόσιες συμβάσεις. Στην επιστολή αναφερόταν ότι με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται ένας πιο αποτελεσματικός ανταγωνισμός προς όφελος των αλλοδαπών επιχειρήσεων σε σχέση με τις ελληνικές διασυνδεόμενες με ΜΜΕ εταιρείες.

Διαφαίνεται από αυτήν την επιχειρηματολογία ότι σκοπός της νομοθετικής ρύθμισης δεν ήταν τελικά η περιφρούρηση του τομέα της μαζικής επικοινωνίας με σκοπό την υγιή του λειτουργία. Πρωτίστως, η ρύθμιση σκόπευε στην αναδιάρθρωση του οικονομικού συστήματος μέσω της διευκόλυνσης της δραστηριοποίησης πολυεθνικών συγκροτημάτων στην ελληνική αγορά και της παράλληλης εξασθένισης μη φίλα προσκείμενων προς την κυβέρνηση οικονομικών παραγόντων. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι τα μέτρα που ελήφθησαν δεν έθεσαν σε αμφισβήτηση καθεαυτή την οικονομική συγκέντρωση στον χώρο της τηλεόρασης ούτε τις συνέπειες του άκρατου ανταγωνισμού στο πεδίο αυτό παρά μόνο σκόπευαν στην αναπροσαρμογή της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.

Έτσι, μολονότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξεδήλωσε καθαρά την δυσφορία της όχι μόνο για τον εκτελεστικό νόμο 3310/2005 αλλά σαφώς και για το άρθρο 14 του Συντάγματος και παρόλο που η ελληνική κυβέρνηση πρότασσε τη διαφύλαξη του, μία νέα τροποποίηση του νόμου ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπειγόντως από τη Βουλή, τον Νοέμβριο του 2005. Με την τροποποίηση αυτή δεν υφίσταται πλέον τεκμήριο ασυμβίβαστου λόγω της ιδιότητας του βασικού μετόχου, αλλά αυτό θα πρέπει να αποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση από το ΕΡΣ. Με τη διάταξη αυτή, που καθιστά ανενεργή την ουσία του σχετικού συνταγματικού άρθρου, κλείνει ο κύκλος μιας προσπάθειας καταπολέμησης των αρνητικών συνεπειών της διαγώνιας συγκέντρωσης των ΜΜΕ για το πολιτικό σύστημα.

Leave a Reply

Your email address will not be published.